Συντρίμμια

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 05.03.20 ]

Όταν βρίσκεις τα σκούρα τρέχεις στη βιβλιοθήκη σου. Σαν μεθυσμένος ψάχνεις μια-μια τις ράχες των βιβλίων σου. Τραβάς ένα. Το ανοίγεις. Εντοπίζεις τη σελίδα. Διαβάζεις το απόσπασμα. Δυνατά και καθαρά.

- Countless other words such as honour, justice, morality, internationalism, democracy, science, and religion had simply ceased to exist. A few blanket words covered them (σταματάς λίγο, με κοιτάς), and, in covering them, abolished them. All words grouping themselves round the concepts of liberty and equality, for instance, were contained in the single word crimethink, while all words grouping themselves round the concepts of objectivity and rationalism were contained in the single word oldthink. Greater precision would have been dangerous.

Σε κοιτώ.

-Ανεπαισθήτως… Ανεπαισθήτως; Χα! Και ξεκαρδίζεσαι

-Δεν καταλαβαίνω, σου λέω, δεν καταλαβαίνω. Μ’ ακούς; και σε τραντάζω. Να καταλάβεις.

Όταν δεν καταλαβαίνω ξέρω τι θα κάνεις. Το βιβλίο  θα κλείσει, θα μπει στη θέση του. Θα πάρεις το Ψαλτήρι.

Γονατιστός σε μια γωνιά. Μισόγυμνος. Στα χέρια σου που τρέμουν το βιβλιαράκι. Το κορμί σου δονείται.

«καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει…»

«καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει…»

«καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει…»

Επαναλαμβάνεις τη φράση συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια, ενώ γυρνάς τις σελίδες τη μια μετά την άλλη, σαν να γράφει κάθε σελίδα μονάχα αυτή τη φράση, τη μισή και τίποτα άλλο.

Σε κοιτώ. Ένα βήμα πίσω σου. Νιώθω τον σπαραγμό σου στο δικό μου το κορμί σαν να με χτυπάει κεραυνός. Τα άκλαυτα τα δάκρυά σου με τσουρουφλίζουν. Δεν ξέρω τι να κάνω. Να πω κάτι. Φοβάμαι να σ’ αγγίξω. Να διαταράξω την ισορροπία της ταλάντωσής σου. Να σ’ αγκαλιάσω. Να σου κλείσω το στόμα μ’ ένα φιλί. Δεν ξέρω. Να ζητήσω βοήθεια. Από ποιον; Αν δεν μπορώ εγώ; Πώς θα σ’ αφήσω σε κάποιον που δεν σε ξέρει; Πώς θα μπορούσα εγώ ποτέ να σε προδώσω έτσι;  Με μια ματσέτα να μπορούσα να σου πάρω το κεφάλι. Εκεί τοποθετώ την έκρηξη της θλίψης που τεμαχίζει την καρδιά σου, τη δικιά μου.

Πηγαίνω στο τηλέφωνο.

-Μη…

Με κοιτάς μ’ αυτά τα μάτια σου που κλαίνε χωρίς δάκρυα και συνεχίζεις…

«καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει…»

Απομακρύνω το χέρι μου από τη συσκευή. Δεν θα σε δώσω ποτέ και σε κανένα. «δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·». Κι ας μην καταλαβαίνω. Ακριβώς επειδή δεν καταλαβαίνω.

Με μια κουβέρτα σε σκεπάζω. Κάποιος χτυπά την πόρτα. Πώς μπορεί; Αφού το σπίτι έχει γκρεμιστεί… και στα συντρίμμια του ψυχορραγεί της Δύσης ο πολιτισμός…