Στον τηλεφωνικό θάλαμο

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 25.08.18 ]

(με τον τρόπο του R.C.)

 Μιλά στο κινητό του κοιτώντας έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου και χειρονομεί. Μιλά στο κινητό με τα παιδιά της ενώ μακιγιάρεται στο καθρεφτάκι του αλεξήλιου, τη στιγμή που μεταξύ τους δεν ανταλλάσσουν ούτε κουβέντα. Πού να πάνε άλλωστε; Τα αμάξια ακινητοποιημένα, πάλι τα φανάρια χάλασαν με την πρώτη νεροποντή. Και οι δύο έχουν ακόμα το κοκκινόμαυρο χρώμα των διακοπών στο πρόσωπο και γεύση αλατιού στο δέρμα. Το τζάμι θολώνει. Η βροχή δυναμώνει, το νερό ανεβαίνει, γίνεται χείμαρρος και μπαίνει στ’ αμάξι. Ο άντρας εξακολουθεί να μιλά στο κινητό κοιτώντας έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου και να χειρονομεί. Η γυναίκα εξακολουθεί να μιλά στο κινητό με τα παιδιά της ενώ μακιγιάρεται στο καθρεφτάκι του αλεξήλιου, τη στιγμή που μεταξύ τους δεν ανταλλάσσουν ούτε κουβέντα. Τα βλέπω όλα αυτά από την καντίνα της γωνίας που έχω σταματήσει για να πάρω καφέ και εν μέρει τα φαντάζομαι για να περάσει η μπόρα. Εν τω μεταξύ στον παροπλισμένο από τον χρόνο τηλεφωνικό θάλαμο έξω από τον εγκαταλελειμμένο σιδηροδρομικό σταθμό Πειραιώς, ένα άλλο μεσήλικο ζευγάρι μιλά με πάθος στο τηλέφωνο, πότε ο ένας πότε ο άλλος, σχεδόν δαγκώνουν το ακουστικό που σαν γάτα που της έκλεψαν τα μικρά της νιαουρίζει στα χέρια τους, κλαίνε και κλαίνε, ώσπου η καμπίνα πλημμυρίζει από τα δάκρυά τους, κι αυτοί αγκαλιασμένοι με χαιρετούν, μας αποχαιρετούν. Μπαίνω στον θάλαμο, πιάνω το ακουστικό με τα αποτυπώματα και τις ανάσες των άλλων ακόμα ζεστά. Τα φανάρια ανάβουν, τα αυτοκίνητα τσουλάνε αργά στην υγρή επιφάνεια, κι εγώ κερνάω έναν ζεστό καφέ το ζευγάρι του τηλεφωνικού θαλάμου. Μια παρηγοριά όλο αυτό για τις βουβές μέρες που έρχονται.