Στον Μπουφέ

[ Αθηνά Παπαργύρη / Ελλάδα / 14.02.22 ]

Έχει καρφώσει τα μάτια της στα δικά μου. Με βλέμμα σπινθηροβόλο σχεδόν με αφοπλίζει. Πόσο όμορφη σκέφτομαι και δυναμική. Ο θαλασσινός αέρας παίζει με τα μαλλιά της, ενώ εκείνη προσπαθεί να τα συγκρατήσει. Χαμογελά και λάμπει το πρόσωπό της από χαρά, αλλά και ο κόσμος γύρω της. Ίσως επειδή έχει εκείνον στο πλευρό της. Μήπως κι αυτός, δεν στέκει περήφανα στο πλάι της; Δεν παίρνει το βλέμμα του από πάνω της. Τον έχει μαγέψει προ πολλού. Έχει περασμένο το χέρι του στη μέση της, λες και φυλά έργο τέχνης αμύθητης αξίας. Καμία προσοχή δε φαίνεται να δίνουν στα δυο παιδιά. Το ένα κυλιέται μες στην άμμο με το λευκό του πουκάμισο βρεγμένο από τα κύματα, ενώ το άλλο μπλεγμένο στα πόδια τους, την τραβά από τη φούστα.

 Το βλέμμα μου επιτέλους καταφέρνει να ελευθερωθεί από εκείνους. Ούτε που ξέρω πόση ώρα τους χαζεύει. Το αφήνω να πλανηθεί. Τα σοκολατάκια στριμωγμένα στη φοντανιέρα στέκουν ακόμα εκεί. Το σεμεδάκι, κεντημένο από εκείνη, νομίζει πως στολίζει τον σκαλιστό μπουφέ, την ίδια στιγμή που η  παλιά λάμπα πίσω από τη φωτογραφία, ρίχνει το θερμό της φως στα πρόσωπά τους. Πάντα τον αγαπούσα αυτόν τον μπουφέ. Ίσως επειδή εκεί έκρυβε εκείνη τους θησαυρούς της. Τις λιχουδιές μας, τις φωτογραφίες, τα δώρα που ήταν ειδικά διαλεγμένα για μας, προτού μας τα δώσει. Με εκείνο το πονηρό γέλιο στα μάτια περίμενε να δει την έκπληξη στα πρόσωπά μας, όταν θα εξερευνούσαμε τις κρυψώνες της. Ένας μπουφές, δυο παιδιά, τέσσερα εγγόνια. Μια ζωή σκέφτομαι.

Ο ταξιτζής έξω στο δρόμο μου κορνάρει για τρίτη φορά. Μπαίνω βιαστικά στο αμάξι και δυσανασχετεί. «Δε θα προλάβουμε την πτήση»  μου λέει. «Αλλάζουμε προορισμό» απαντώ και του δίνω τη διεύθυνση «εκείνου». Κουνά το κεφάλι του με ύφος « δεν ξέρετε τι θέλετε» και βάζει μπροστά. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο τα δέντρα που μας προσπερνούν με μια σκέψη μόνο να με συντροφεύει. Αν η ζωή μας όλη τελικά είναι μια φωτογραφία σε έναν μπουφέ, θέλω μια ίδια με εκείνων, με ή χωρίς σεμεδάκι.