Στον κήπο να αιωρείται…

[ Πέπη Δουρέκα / Ελλάδα / 17.12.18 ]

"Μην του μιλάτε είναι άνεργος"  Νίκος Καρούζος

-Σςς… Μην του μιλάτε, είναι άνεργος.

Άκουσε τη φωνή σα να ερχόταν από πολύ μακριά. Βλέμματα πολλά καρφώθηκαν πάνω του. Ένιωσε ένα κύμα συμπόνιας να τον ραντίζει σαν αγιασμός. Οι γέροντες του κήπου συνέχισαν τη λογομαχία τους στην υπαίθρια βουλή. Όλο και λιγότεροι αντιπρόσωποι του έθνους συνέρχονταν τα πρωινά της κρίσης. Κοίταξε γύρω του και για πρώτη φορά παρατήρησε τους κορμούς των δέντρων. Μία σύναξη σιωπηλή, γερασμένη. Σηκώθηκε και απομακρύνθηκε από την ολομέλεια. Άγγιξε τον πρώτο κορμό. Του φάνηκε τραχύς. Άνοιξε την παλάμη του για να νιώσει τον σφυγμό των αιώνων. Ο πλάτανος είχε πολλά να πει. Συνέχισε στον επόμενο και στον επόμενο. Άπλωνε το χέρι σαν τότε που ήταν πρόθυμο για χειραψίες.

Δέκα χρόνια έσφιγγε χέρια, πετύχαινε στόχους. Ανέβαινε στον πέμπτο όροφο σαν να εκτοξευόταν στο μέλλον. Το ζούσε το μέλλον σαν ένα παράλληλο σύμπαν. Η προαγωγή ήρθε γρήγορα. Η εκτίμηση των συναδέλφων κολακευτική. Επικεφαλής ομάδων συμβούλευε, προωθούσε, επένδυε. Τα κέρδη πολλά. Έωλα και σαγηνευτικά. Γρήγορα μπερδεύτηκε. Το δάσος χάθηκε.

Η ελιά, δίπλα στο κυπαρίσσι, του θύμισε τη γιαγιά του. Κοντούλα και στρουμπουλή. Αυτήν την αγκάλιασε. Ένα περίεργο σύμπλεγμα παρατηρούσαν οι περαστικοί στα μονοπάτια του κήπου, ένας άντρας με κλειστά μάτια να αγκαλιάζει τη γιαγιά ελιά. Ούτε στην κηδεία δεν πήγε.

_Σςς… Μην  του μιλάτε, κλαίει

Ο άστεγος μίλησε αυστηρά με το δάχτυλο μπροστά στο στόμα. Οι κουβέντες έσβησαν σε λίγο και οι περίεργοι απομακρύνθηκαν. Μέσα από τα κενά που άφηναν τα φύλλα, οι ακτίνες του ήλιου τού χαράκωναν το πρόσωπο. Άκουγε άλλες φωνές. Μια πόρτα να κλείνει με κρότο. Κάτι γυάλινο να σπάει. Η αστοχία, η λάθος κίνηση, τα εκατομμύρια πτερόεντα χωρίς να ξέρει κανείς πού. Αχαριστία.  Το δάσος καίγεται. Το δέντρο ορφάνεψε. Από πού να πιαστεί; Άγγιξε τον κορμό δίπλα του.

Με κουστούμι και γραβάτα και το λάπτοπ στην τσάντα στάθηκε στην ουρά, διακριτικά πιο έξω από το πολύχρωμο δάσος των ανθρώπων. Αυτός, ένα μαυρόασπρο κούτσουρο. Ντράπηκε. Αποφάσισε την επόμενη φορά να χαθεί μέσα στο δάσος.

Άνοιξε τα μάτια και είδε τις φυλλωσιές να χορεύουν στον σκοπό της άνοιξης. Θα ήθελε να είναι φυλλαράκι ελιάς, να πρασινίζει, να ασημίζει, να χρωματίζει τον καμένο κορμό του, να λικνίζεται άναρχα από τον άνεμο.

Την άλλη μέρα το πρωί, οι γέροντες του κήπου από μακριά είδαν ένα παράξενο κλαδί να αιωρείται, ένα μισοσπασμένο κλαδί να χρωματίζει τον σκούρο κορμό της ελιάς.

_ Σςς… μην του μιλάτε, θα σπάσει.

ε αφορμή την αυτοκτονία ενός άντρα στο Ζάππειο