Στο υπόγειο καπηλειό...

[ Γιάννα Κουκά / Ελλάδα / 05.01.18 ]

Σ’ έναν υπόγειο καφενέ, με τρία σκαλοπάτια δρόμο κι ένα σάπιο παράθυρο που έδειχνε το νεκρό στενό,

εκεί που έζεχνε βρώμα κι αλκοόλ και κάποιοι γέροι έπαιζαν πρέφα γιατί μόνο έτσι θυμόντουσαν πως υπήρξαν νιοι

εκεί δίπλα στις ανάποδες καρέκλες, που έδειχναν αργά, πως άλλοι δεν θα μπουν κι όσοι ήρθαν, ήρθαν,
εκεί κάθε βράδυ αυτή, στο υπόγειο καπηλειό, πέρναγε ξυστά από δυο-τρεις σουρωμένους θαμώνες που είχαν ξεχαστεί εκεί μέσα από ψες κι έτρεχαν τα σάλια τους και παραπατούσαν

εκεί, δίπλα στον λιγδιάρη καφετζή που μετρούσε τις εισπράξεις με τα μαύρα νύχια του και το στερημένο από έρωτα κορμί του,
εκεί που ’ρχοταν η βρώμα απ' τα μεθυσμένα ούρα που είχαν μείνει πάνω στις τούρκικες τουαλέτες του καμπινέ,
εκεί, κοντά σ' αυτούς που φορούσαν τα ξεχειλωμένα εσώρουχα

κι εκεί που ένας ζητούσε μια παραγγελιά να χορέψει, γιατί του είπαν πως μόνο τρεις μήνες ζωής είχε
εκεί που φαινόταν συχνά μια πόρνη με μαύρη ρίζα στα μαλλιά, για να δανειστεί σε κάποιον μισοπεθαμένο πελάτη,
εκεί μέσα, πέρασε όλη την ζωή της.

Και σαν του έβαλε λουκέτο, γιατί κι οι γέροι είχαν πεθάνει πάει καιρός μα κι ο λιγδιάρης καφετζής πήρε την σύνταξή του, πετάχτηκε στο πρώτο μαγαζάκι που βρήκε μπροστά της και στον δρόμο, συνάντησε την πόρνη με την μαύρη ρίζα στα μαλλιά που κουρασμένη πάνω στα τακούνια της σχολούσε κι αυτόν που ζητούσε κάθε βράδυ την παραγγελιά του μα ακόμα ζούσε κι εκείνη έκανε πως δεν τους είδε, γιατί πίσω της είχε αφήσει τον καφενέ κι έτσι μπήκε βιαστικά, φουριόζικα θα έλεγες στο μαγαζάκι, ζήτησε στυλό και τετράδιο και δίχως να την ρωτήσει κανείς, ψιθύρισε: "για να γράψω τα ποιήματα της ζωής μου".
Ξεκίνησε έτσι.
"Σ' έναν υπόγειο καφενέ,
εγώ, εγώ, εγώ εκεί πέθανα".