Οι απόψεις του Σοπενχάουερ για τον θάνατο, την αυτοκτονία, τη δυστυχία, την ηθική, τις γυναίκες, την αυτοσυνειδησία και τη δημιουργία αποτελούν ακόμα και σήμερα καυστικό σχόλιο για την κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο παρών τόμος συγκεντρώνει μερικά από τα σημαντικότερα και διεισδυτικότερα δοκίμιά του, όπως τα «Για τη δυστυχία του κόσμου», «Περί της ματαιότητας της ύπαρξης», «Περί της αποδοχής και της άρνησης της βούλησης για ζωή», το "Περί γυναικών", «Περί αυτοκτονίας», που υπερασπίζεται το δικαίωμα του ανθρώπου να δώσει τέλος στη ζωή του, και τα «Περί πρωτογενούς στοχασμού» και «Περί βιβλίων και συγγραφής». Στο έργο αυτό, ο Σοπενχάουερ μας θέτει θεμελιακά ερωτήματα, όπως: Ποιος ο λόγος να υπάρχουμε; Τι είναι η ζωή; Ποιες είναι μεγαλύτερες αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας; Γιατί η ζωή μας είναι γεμάτη δυστυχία; Πως πρέπει να ζούμε;
Ο Σοπενχάουερ (1788-1860) παρουσιάζει εδώ τις απόψεις του περί ματαιότητας και δυστυχίας κατά κύριο λόγο. Για τον πεσιμιστή φιλόσοφο, η καταστατική θέση του ανθρώπου ταυτίζεται με τη δυστυχία. Ο Σοπενχάουερ εμφανίζεται ωστόσο ως ένας άνθρωπος της ηθικής, ο οποίος, για να αποδείξει ότι έχει δίκιο ως προς τις ηθικές εκτιμήσεις του, γίνεται αρνητής του κόσμου, πεσιμιστής, μυστικιστής. Βασική του θεωρία ήταν "ο κόσμος ως βούληση", φράση από την οποία επηρεάστηκε ο Νίτσε για να διαμορφώσει τη δική του "βούληση για δύναμη". Η βούληση είναι η ουσία του κόσμου, η βασική αρχή της ζωής που υπάρχει στην τελειότερη μορφή της μέσα μας. Η «Βούληση» δηλαδή είναι η ίδια η ζωή, αλλά είναι για τον Σοπενχάουερ και η αιτία του κακού και της δυστυχίας μας, γιατί είναι εγωιστική. Όταν εκδηλώνεται μέσα μας, επειδή είναι εγωϊστική, αρνείται την Βούληση των άλλων, με αποτέλεσμα έναν αδιάκοπο αγώνα επίτευξης του σκοπού μας, αλλά και της συνεχούς ματαίωσης απ' τους άλλους, που φέρνει στην ύπαρξή μας ένα συνεχή πόνο. Αν πάλι συμβεί να επιτευχθεί ο σκοπός μας, να ικανοποιηθεί η επιθυμία μας, τότε μια καινούργια γεννιέται και έτσι βλέπουμε ότι η επιθυμία δεν έχει τέλος και μαζί της δεν έχει τέλος ο πόνος από τη συνεχή ματαίωση. Τελική ικανοποίηση δεν υπάρχει και αν καταφέρουμε να απαλλαγούμε από τον αγώνα προς βιοπορισμό, μας καταλαμβάνει αμέσως ένα φοβερό κενό και το χειρότερο όλων η πλήξη. Γι' αυτό και ο βίος των κατώτερων τάξεων είναι μια διαρκής πάλη προς τη στέρηση και την ανάγκη, ενώ των ανώτερων ένας αδιάλειπτος αγώνας προς την πλήξη. Για τον Σοπενχάουερ λοιπόν όλα είναι μάταια και παντού κυριαρχεί ο πόνος εξ αιτίας της «εγωιστικής βούλησης».
Ο Σοπενχάουερ είναι γνωστός στον περισσότερο κόσμο ως φιλόσοφος της απαισιοδοξίας, στην πραγματικότητα όμως αυτό που έκανε ήταν να προσπαθεί να βρει τρόπους αντίστασης στην απογοήτευση και την αθλιότητα της ανθρώπινης ζωής μέσα από καλλιτεχνικές, ηθικές και ασκητικές μεθοδεύσεις. Έτσι, από το θάνατό του και μετά, η φιλοσοφία του επηρέασε πολλούς και σημαίνοντες ανθρώπους του πνεύματος, τον Νίτσε, τον Βάγκνερ, τον Βιτγκενστάιν, τον Αϊνστάιν, τον Φρόυντ, τον Μπόρχες, ενώ εξακολουθεί να ασκεί ιδιαίτερη γοητεία σε όσους προβληματίζονται σχετικά με το νόημα της ανθρώπινης ζωής. Η περίφημη απαισιοδοξία του εκκινεί από τη θεώρηση ότι ως άτομα είμαστε τα δυστυχή προϊόντα της ίδιας μας της επιστημολογικής δραστηριότητας κι ότι μέσα στον κόσμο της φαινομενικότητας, τον οποίο κατασκευάζουμε, η μοίρα μας είναι να συγκρουόμαστε με άλλα άτομα και να επιδιώκουμε πάντα να αποκτήσουμε πιο πολλά απ’ όσα δικαιούμαστε. Δηλώνει ευθαρσώς ότι η καθημερινή ζωή «είναι μαρτυρική» και αν θα μπορούσαμε να την παραλληλίσουμε με κάτι, αυτό θα ήταν το μαρτύριο του Σίσυφου.
Η ανάλυση της Βούλησης ως καθοδηγητικής αρχής μέσα στον κόσμο και το σύμπαν, οδήγησε τον Σοπενχάουερ στο συμπέρασμα ότι οι συναισθηματικές, σωματικές και σεξουαλικές επιθυμίες δεν μπορούν ποτέ να εκπληρωθούν ολοκληρωτικά και ότι το ανικανοποίητο πάντα θα τυραννάει τον άνθρωπο. «Η μεγαλύτερη σοφία», γράφει, «είναι να κάνεις υπέρτατο στόχο της ζωής την απόλαυση του παρόντος, γιατί αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα, ενώ όλα τα άλλα είναι παιχνίδια του νου.»
Εδώ υποστηρίζει ότι προορισμός του ανθρώπου είναι να υποφέρει τα δεινά του κόσμου. Η δυστυχία γενικότερα αποτελεί τον κανόνα. Τα πράγματα υποπίπτουν στην αντίληψή μας μόνο εφόσον ματαιώνουν τη βούλησή μας ή ανατρέπουν τα σχέδιά μας. Η ευτυχία ορίζεται αρνητικά, ως απουσία πόνου. Η θέση αυτή συνάδει και με την τάση να υποτιμάμε την ικανοποίηση που αντλούμε από μια ευχάριστη κατάσταση, ενώ αντίθετα μια οδυνηρή περίσταση μας προξενεί περισσότερο πόνο απ’ ό,τι φανταζόμασταν. Ο Σοπενχάουερ δέχεται ότι «ορισμένη ποσότητα μέριμνας, πόνου ή προβλημάτων είναι απαραίτητη σε κάθε άνθρωπο σε όλες τις εποχές»: «Το σίγουρο», γράφει, «είναι πως η εργασία, η ανησυχία, ο μόχθος και τα προβλήματα γεμίζουν τη ζωή όλων σχεδόν των ανθρώπων. Αν, όμως, όλες οι επιθυμίες εκπληρώνονταν αμέσως μόλις ανέκυπταν, πώς οι άνθρωποι θα περνούσαν τη ζωή τους; τι θα έκαναν με το χρόνο τους; Αν ο κόσμος ήταν παράδεισος άνεσης και ευκολίας, μια γη που ξεχειλίζει από γάλα και μέλι, όπου καθένας θα έβρισκε αμέσως το ταίρι του, οι άνθρωποι θα πέθαιναν από ανία ή θα κρεμιούνταν· ή θα υπήρχαν πόλεμοι, σφαγές και φόνοι· έτσι ώστε, στο τέλος, η ανθρωπότητα θα συσσώρευε περισσότερο πόνο, απ’ όσο έχει τώρα να υποφέρει στα χέρια της φύσης». Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη δυστυχία ή την ανέχεια, όπως ένα πλοίο χρειάζεται ένα έρμα προκειμένου να μπορεί να ακολουθήσει ευθυγραμμισμένη πορεία. Η δουλειά, ο μόχθος και οι δυσκολίες είναι το ριζικό σχεδόν όλων των ανθρώπων σε όλη τη διάρκεια του βίου τους.
Η έννοια της φθοράς με μόνο αρνητικό περιεχόμενο και η έννοια της δημιουργίας με μόνο θετικό περιεχόμενο είναι σηματοδοτήσεις του ανθρώπου. «Η ευτυχία», γράφει, «κάθε συγκεκριμένης ζωής πρέπει να υπολογίζεται όχι με τις χαρές της ή τις ικανοποιήσεις της, αλλά με την έκταση στην οποία υπήρξε απαλλαγμένη από τον πόνο – από το θετικό κακό. Αν αυτή είναι η αλήθεια, τα κατώτερα ζώα φαίνεται να απολαμβάνουν μια περισσότερο ευτυχισμένη μοίρα από τον άνθρωπο. Δεδομένου ότι τους λείπει η ικανότητα του στοχασμού, οι χαρές και οι λύπες δεν συσσωρεύονται στα ζώα μέσω της μνήμης και της προσμονής, όπως συμβαίνει στον άνθρωπο. Η ανάγκη και η πλήξη αποτελούν το δίπολο της ανθρώπινης ζωής. Ο βαθμός της οδύνης στον άνθρωπο αυξάνεται πολύ περισσότερο από εκείνον της απόλαυσης και μεγαλώνει ακόμα περισσότερο ειδικά εξαιτίας του γεγονότος ότι ο άνθρωπος γνωρίζει στην πραγματικότητα τι είναι ο θάνατος, τη στιγμή που τα ζώα τον αποφεύγουν μόνο με το ένστικτο, χωρίς να γνωρίζουν στ’ αλήθεια περί τίνος πρόκειται. Τα ζώα είναι πολύ περισσότερο ικανοποιημένα από εμάς καθώς αρκούνται στην ύπαρξή τους και μόνο, τα φυτά επίσης είναι ολότελα ικανοποιημένα με την ύπαρξή τους, ενώ ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει σε ένα παρόμοιο συναίσθημα μόνο αν είναι αρκετά ηλίθιος ή αναίσθητος. Με μιαν εύγλωττη εικόνα, ο φιλόσοφος, που προσέλαβε και ερμήνευσε με ιδιαίτερο τρόπο το ρεύμα του Διαφωτισμού της εποχής του, περιγράφει την ανθρώπινη κατάσταση ως εξής: «Μοιάζουμε με αρνιά στον αγρό, που διασκεδάζουν κάτω από το βλέμμα του χασάπη, ο οποίος, πρώτα το ένα και μετά το άλλο, μας διαλέγει για θήραμά του. Έτσι, αυτό που συμβαίνει είναι ότι, στις καλές μας ημέρες, δεν υποψιαζόμαστε καθόλου την κακή μοίρα που μπορεί να μας περιμένει – αρρώστια, φτώχεια, ακρωτηριασμός, απώλεια της όρασης ή του λογικού.»
Ο φιλόσοφος τονίζει ωστόσο ότι πρέπει να εξοικειωθούμε με το να θεωρούμε αυτό τον κόσμο ως ένα τόπο τιμωρίας. Αν η ύπαρξή μας δεν έχει για άμεσο σκοπό τον πόνο, ο άνθρωπος δεν έχει κανένα λόγο παρουσίας στον κόσμο. Ένας μεγάλος πόνος, μια μεγάλη συμφορά, μπορεί να μας εξαναγκάσουν να γνωρίσουμε τις εσωτερικές αντιφάσεις της θέλησης για ζωή και να δούμε καθαρά τη ματαιότητα κάθε προσπάθειας. Επομένως, η θέλησή μας πρέπει να συντριβεί από έναν πολύ μεγάλο πόνο, προτού να φτάσει στην παραίτηση από μόνη της. Όταν θα έχει διαπράξει όλα τα στα στάδια της συνεχώς αυξανόμενης αγωνίας, όταν ύστερα από μια υπέρτατη προσπάθεια αντίστασης, θα αγγίξει στην άβυσσο της απελπισίας, ο άνθρωπος επιστρέφει στον εαυτό του, αποκτά γνώθι εαυτόν, γνωρίζει τον κόσμο. Έτσι διακήρυξε ότι ο πόνος και η δυστυχία ένεκα της θνητότητας έχουν μόνο θετικό χαρακτήρα. Επομένως, στόχος μας οφείλει να είναι η ελάφρυνση του πόνου. Το αποκορύφωμα, ίσως, τής πεσιμιστικής σκέψης τού Σοπενχάουερ, συμπυκνώνεται στον συλλογισμό πως, η ευτυχία, πραγματώνεται, μόνον, αν αφανίσουμε την «βούληση» της «ύπαρξης». Ευδαιμονία πρέπει να αισθάνεται ο άνθρωπος του οποίου η θέληση έχει υποχωρήσει για πάντα. Στο εξής, τίποτα δεν μπορεί να δημιουργήσει άγχος στον άνθρωπο, όταν τα δεσμά της βούλησης έχουν σπάσει.
H φήμη είναι το ίδιο εφήμερη όσο και τα υλικά πλούτη. Ο Σοπενχάουερ γράφει: «Οι μισές μας ανησυχίες και αγωνίες έχουν προέλθει από την έγνοια μας για τις γνώμες των άλλων... Είναι τόσο ισχυρή η παρόρμηση να κάνουμε μια καλή εμφάνιση, ώστε για μερικούς φυλακισμένους, την ώρα που βαδίζουν προς τον τόπο της εκτέλεσής τους, αυτό που κυρίως απασχολεί τη σκέψη τους είναι το ντύσιμο και οι τελευταίες τους χειρονομίες. Η γνώμη των άλλων είναι ένα φάντασμα που μπορεί ανά πάσα στιγμή ν’ αλλάξει όψη. Μόνο αυτό που είμαστε έχει πραγματική αξία». Μια καλή συνείδηση, λέει ο Σοπενχάουερ, αξίζει περισσότερο από μια καλή φήμη. Η ψυχική μας γαλήνη πηγάζει από τη γνώση ότι αυτό που μας αναστατώνει δεν είναι τα πράγματα, αλλά η ερμηνεία μας για τα πράγματα. «Το ν’ αποδίδει κανείς υπερβολική αξία στην γνώμη άλλων είναι μία καθολικά κρατούσα παράνοια, ή οποία -είτε έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη φύση είτε γεννήθηκε ως συνέπεια της κοινωνίας και του πολιτισμού». Η φαινομενικότητα λοιπόν είναι η κύρια πηγή δυστυχίας και πηγάζει από την ματαιοδοξία.
Ο Σοπενχάουερ, γνώστης της φιλοσοφίας του Καντ και του Χέγκελ, άσκησε κριτική στη λογική βελτιοδοξία και την πίστη ότι η ατομική ηθική καθορίζεται από την κοινωνία και από τον Λόγο. Ο ίδιος θεωρούσε, αντιθέτως, ότι οι άνθρωποι υποκινούνταν από τις ίδιες τους τις βασικές επιθυμίες, ή από τη Wille zum Leben (βούληση του ζην), η οποία κατεύθυνε όλη την ανθρωπότητα. Βούληση σημαίνει ουσιαστικά οδύνη και καθώς ζωή σημαίνει βούληση, κάθε ζωή είναι ουσιαστικά πόνος. Η ζωή του ανθρώπου δεν είναι παρά μια πάλη για την ύπαρξη με τη σιγουριά της τελικής ήττας. Όταν, στο τέλος της ζωής τους, οι περισσότεροι άνθρωποι κοιτάζουν προς τα πίσω, ανακαλύπτουν ότι έζησαν όλη τους τη ζωή εν αναμονή. Με έκπληξη θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που άφησαν να τους διαφύγει χωρίς να το εκτιμήσουν και να το απολαύσουν, δεν ήταν άλλο από τη ζωή τους. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος, ξεγελασμένος από την ελπίδα, χορεύει προς την αγκαλιά του θανάτου..
Εφόσον η ζωή είναι μια απογοήτευση αλλά και μια απάτη, η μάχη για τη ζωή στη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ, παίρνει τη μορφή του ανένδοτου αγώνα, ενάντια σε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Η τέχνη, η ποίηση, το θέατρο, η ζωγραφική και πάνω απ’ όλα η μουσική, μπορεί να απαλύνει τον πόνο της ύπαρξης και να μας επιτρέψει να δραπετεύσουμε από τις τυφλές επιταγές της βούλησης, μεταφέροντας μας προσωρινά έστω, μακριά από τον κόσμο των φαινομένων. Εκεί, στο βασίλειο της Τέχνης, μπορούμε να νιώσουμε λίγο ότι η ζωή έχει κάποιο νόημα και δεν ακολουθεί απλώς τον δρόμο της αναπόδραστης φθοράς.
Από τη διαπίστωση του Σοπενχάουερ ότι η ζωή λόγω της βούλησης αποτελείται κατά βάση από πόνο και δυστυχία προκύπτει και η ηθική του στάση απέναντι στη ζωή και τους ανθρώπους. Γράφει: «Εάν θέλετε έναν αξιόπιστο οδηγό για να προσανατολίζεστε στη ζωή, συνηθίστε να αντιμετωπίζετε τον κόσμο ως έναν τόπο εξαθλίωσης, ένα είδος αποικίας καταδικασμένων».
Επομένως, κατά τον Σοπενχάουερ, οφείλουμε να ρυθμίζουμε τις υποθέσεις μας σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων, ούτως ώστε να βλέπουμε «τις συμφορές, τα δεινά, τα βάσανα και τη δυστυχία της ζωής όχι ως κάτι αφύσικο, αλλά ως τον κανόνα», αφού «η παρουσία μας σε αυτόν τον κόσμο είναι η τιμωρία για την ύπαρξή μας». Σε αυτή την «αποικία καταδικασμένων» οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τους άλλους με επιείκεια και καλοσύνη, με ανεκτικότητα και ευσπλαχνία, αφού η ύπαρξή τους οφείλεται αποκλειστικά στην ενοχή τους, με τη ζωή τους «να αποτελεί εξιλέωση για το έγκλημα της γέννησής τους».
* Άρθουρ Σοπενχάουερ, εκδόσεις Πατάκη, 2013