Σήψη...

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 09.10.17 ]

Άνθρωπος του μέτρου ή μήπως της μετριότητας, πάντα υποτονικός με χιλιοφιλτραρισμένες τις αντιδράσεις του, δεν ήξερε τι θα πει να ζεις με ένταση, να αφήνεσαι στη στιγμή, να γελάς, να απολαμβάνεις τη ζωή σαν να μην υπάρχει αύριο, πάντα το μυαλό στα «πρέπει», με εμμονές και φόβους ανομολόγητους, ζήλευε όσους ζούσαν στα άκρα, εκείνος ποτέ δεν άφηνε το παιδί μέσα του να εκφραστεί, ο συγκρατημένος ενήλικας έπαιρνε το πάνω χέρι και το γέλιο του μισό κι αυτό, ήθελε απεγνωσμένα να βγει από το καβούκι του σοβαρού και να κάνει αστεία, τρελά πράγματα, να περπατήσει στη βροχή, να τραγουδήσει δυνατά αργά τη νύχτα, να ταξιδέψει σε προορισμούς εξωτικούς, να δει μιαν ανατολή στον Ειρηνικό, ένα ηλιοβασίλεμα σε κάποιον τόπο μακρινό, και όχι να ζει μια ζωή συμβατική, αγκιστρωμένος στα δεσμά της καθημερινότητας, το μέσα του κόλαση και παράδεισος μαζί, μισός στην πραγματικότητα και μισός στο  όνειρο, συχνά αναθυμόταν τα νιάτα του, τότε που ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο και έδινε το παρόν σ’ όλους τους σημαντικούς αγώνες της γενιάς του.

Τελευταία τα πρωινά τον ξυπνούσε μια έντονη μυρωδιά, άνοιγε παράθυρα, αέριζε, έψαχνε την κουζίνα για σάπια φρούτα, τα ντουλάπια για ξεχασμένα και ληγμένα τρόφιμα, όλα φρέσκα αστραφτερά κι ολοκάθαρα, η επίμονη δυσωδία πάντα εκεί, τον τυραννούσε, μάταια τα συχνά μπάνια και τ’ αρώματα, καταχωνιασμένες στο βάθος ενός ντουλαπιού αφίσες και σημαίες από πορείες, ξεχασμένες από καιρό τον χλεύαζαν, και ξαφνικά-σαν επιφοίτηση-κατάλαβε τι μύριζε, ήταν ο πολυκαιρισμένος, παλιωμένος εαυτός του…

Μέσα από τον καθρέφτη τον παρατηρούσε ένας κουρασμένος ενήλικας. Κάποτε ήταν νέος…