Πυρακτωμένη ψυχή

[ / Ελλάδα / 28.01.20 ]

Τον συναντούσα τα ψυχρά χειμωνιάτικα πρωινά της Πέμπτης στο παζάρι. Ίσα που γλυκοχάραζε στις επτά το πρωί το Γενάρη. Ζέσταινε συνέχεια τα ξυλιασμένα του χέρια, τρίβοντας τα πάνω απ’ το βαρέλι με την αναμμένη φωτιά που ακτινοβολούσε δίπλα του. Πιάναμε την κουβέντα για το μονάκριβο  κορίτσι του. Σεμνή, ευγενική, έξυπνη και άριστη μαθήτρια παρά την καταγωγή και την δυσχέρεια της γλώσσας. Μες στην καρδιά μου ήταν. Καμάρωνε και χαμογελούσε ο πατέρας ζυγίζοντας τα πορτοκάλια και τα μανταρίνια ακούγοντας τα καλά λόγια για το βλαστάρι του. Αν δεν έβλεπε μάλιστα και τ’ αφεντικό, μου ‘ριχνε και καμιά τρία-τέσσερα φρούτα κρυφά στις σακούλες. Δεν νομίζω να χρειαζόταν μετά να πλησιάσει πάνω από το φλεγόμενο βαρέλι για να ζεσταθεί. Η ψυχή του είχε ήδη πυρωθεί για τα καλά.