Πράγματα ανεπίδοτα

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Βιβλίο / 28.10.21 ]

Στον Παναγιώτη Χ.

για το μοίρασμα

 

Ο δικός μας μπαρμπα-Στάθης –όχι ο κατεψυγμένος- ζούσε, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σε μια μονοκατοικία με μεγάλο κήπο, το μοναδικό σπίτι που δεν σκοτώθηκε και διασώθηκε από την απαλλοτρίωση σε ολόκληρη τη μικρή μας πόλη. Ένα περιβόλι με τα κουνουπίδια και τα λάχανά του τον χειμώνα, τις ντομάτες, τις πιπεριές και τις μελιτζάνες το καλοκαίρι, τα φασόλια, τα κρεμμύδια, τις πατάτες, τις αγκινάρες, τα κολοκύθια, τον δυόσμο, τη λεβάντα, τον βασιλικό και τον μαϊντανό, όλα τα καλούδια του Θεού. Που ο αέρας μοσχοβολούσε φρεσκάδα και μυρωδάτος έμπαινε στα σπίτια μας. Και η γιαγιά μου σαν χρειαζόταν κανένα μυρωδικό για τα γεμιστά και τους κεφτέδες, στην αυλή του μπαρμπα-Στάθη με έστελνε. Σιγά σιγά αλλάξανε τα πράγματα, κλείσανε οι πόρτες, οι άνθρωποι βολεύονταν με τα κατεψυγμένα, τα ραντισμένα με φάρμακα ζαρζαβατικά. Και τα φρέσκα δώρα του μπαρμπα-Στάθη έμεναν ανεπίδοτα. Εκείνος επέμενε να τα προσφέρει· οι άλλοι είναι που τα περιφρονούσαν. Σαν ήρθαν δύσκολα χρόνια και στενέψανε οι ανέσεις, κάποιοι δειλά δειλά ξαναθυμήθηκαν τον επίμονο κηπουρό μας, κι αυτός όσο ακόμα άντεχε, σκάλιζε, φύτευε σπόρους, πότιζε, κορφολογούσε και στο τέλος χάριζε τον κόπο του. Όταν έκλεισε τα μάτια του, μια νύχτα, κάτι παλιοί του φίλοι (με γένια και άσπρα μακριά μαλλιά), άνοιξαν ένα βαθύ λάκκο και τον φυτέψανε δίπλα στους μαϊντανούς, τους άνηθους και τα κρεμμυδάκια. Αυτά εγώ τα είδα πίσω από την κουρτίνα του γραφείου μου. Στην αστυνομία δηλώσαμε την εξαφάνισή του –στη μαθουσάλειο ηλικία του άνθρωποι χάνονται από προσώπου γης– κι ακόμα τον ψάχνουν.

Πού τον θυμήθηκα τώρα μέρα που είναι! Για να πω την αλήθεια, πάντα τον καμάρωνα τον δικό μας κηπουρό, να παλεύει σκυμμένος στα τρία, χειμώνα καλοκαίρι, στο περιβόλι του, πεσκέσια να δίνει στους γείτονες και τίποτα να μην κρατάει για τον ίδιο. Ο μπαρμπα-Στάθης με το ένα πόδι -το άλλο, λέγανε κάποιοι εδώ τριγύρω που τον ξέρανε από τότε, το έχασε στο βουνό τα παλιά εκείνα χρόνια όταν έγινε κατεψυγμένο. Κατά βάθος ήθελα να του μοιάσω. Ίσως έτσι εξηγείται η πετριά μου με τη γραφή.