Πουθενά νερό

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 23.06.22 ]

(μικρό πεζό περί μισογεμάτου, μισοάδειου και άλλων τινών)

Τώρα καταλαβαίνω πως

ήταν καλά

ναι, ασφαλώς καλύτερα ήταν

τότε που δεν έβλεπα

το ποτήρι

 

γιατί  τότε μπορούσα

τουλάχιστον

να ελπίζω

πως κάποιος

ίσως

να το πήρε

και γεμάτο να το φέρει

κι ας ήταν

να το μοιραστούμε

Δεν θα με πείραζε διόλου

να το μοιραστώ

-εύκολα ξεδιψάω

 

Τώρα όμως

το βλέπω το ποτήρι

καθαρά το βλέπω

πεντακάθαρα

μπροστά μου εδώ

σπασμένο

χίλια δυο κομμάτια

να απειλεί

να τραυματίσει

τα γυμνά μου πέλματα

 

Ναι, ασφαλώς  καλύτερα

ήταν τότε  

 Επιμύθιο: Κρατήσου μακριά από τους εμπόρους της ελπίδας. Αυτοί, παιδί μου, είναι ικανοί για όλα. Κι εκεί  που ήσουν μια χαρά αποφασισμένος με αγορασμένο το σκοινί και διαλεγμένο δέντρο, αυτοί  σε πείθουν με τα πλάνα λόγια τους και κάθεσαι φρόνιμα και σε ξελεπιάζουν ή σε ξεπουπουλιάζουν, αναλόγως (να μην αναλωθώ σε παραδείγματα, υπάρχουν άφθονα στο άρτι, της Ιωάννας το χαρακτηριστικότερο) ενώ ακούς πως τσιτσιρίζει το λάδι στο τηγάνι.

Κι ενώ τα γράφω αυτά ο Παπάζογλου από κάπου τραγουδάει «από περιέργεια υπάρχω κι από καραγκιοζλίκι» και θέλω να φωνάξω δυνατά στη γειτονιά «απελπίσου! Τι περιμένεις; Αν είναι κάτι να αλλάξει μονάχα οι απελπισμένοι θα το κάνουν».

 Και θυμάμαι  ακόμα   τους παίκτες της Μοχούν Μπαγκάν που το 1911, στην Καλκούτα, νίκησαν τους  Άγγλους στρατιώτες και κατέκτησαν το Κύπελλο της Ομοσπονδίας παίζοντας ξυπόλυτοι, ενώ χαρταετοί μετέδιδαν το αποτέλεσμα στην πόλη. Να κάτι τέτοια θυμάμαι και ξανακυλάω, γιατί κάτι τέτοια είναι όλα τα λεφτά! (φτου! Σκατά στο πληκτορλόγιό μου! Κάτι τέτοια είναι όλη η απόλαυση! Πλημμύρα!