Ποτέ ξανά την Αντιγόνη δεν θα δω
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 27.08.22 ]Έχει Αντιγόνη σήμερα. Κάθε καλοκαίρι πάω, πότε με σχέδιο, πότε χωρίς. Φέτος δεν πάω. Δεν θα τη δω ξανά όλα να τα χάνει. Να πας εσύ τον Κρέοντα να καμαρώσεις που σου μοιάζει. Εσύ, που σου αρέσει να σκοτώνεις, πάλι και πάλι, το ίδιο πτώμα, για να νιώθεις κραταιός και μια φορά μονάχα δε σου φτάνει να επιβεβαιώσει την αλκή σου, την εξουσία σου να επικυρώσει.
Εγώ δε θα τη δω ξανά την Αντιγόνη. Μια γυναίκα ολομόναχη, κόντρα στις εξουσίες και τους νόμους, δίχως κανείς να τη στηρίζει, ούτε φίλος ούτε συγγενής ούτε αγαπημένος ούτε ο χορός βεβαίως. Δεν θα τη δω ξανά να χάνει αδέρφια και έρωτα και να μην έχει σύντροφο και ταίρι πουθενά και να τη θάβουν ζωντανή και ύστερα να κάνουν πως λυπούνται και πως τάχα τη θαυμάζουν, να την υμνούν και να της γράφουν τραγωδίες, να βλέπει το κοινό με βουρκωμένα μάτια, αιτία του ελέου και του φόβου, να ξέρει τι θα πάθει και τον κόρφο του κρυφά να φτύνει, όταν του Κρέοντα τη διαταγή αποφασίσει ή του περάσει καν απ’ το μυαλό να αψηφήσει.
Δεν θα τον δω ξανά τον Κρέοντά σου θριαμβευτή από το θέατρο να βγαίνει, ψηλά τις πλάκες με τους νόμους του κρατώντας, νόμους ενάντια στη ζωή και στη συνείδηση, της ελευθερίας καταργητικούς, του έρωτα κατασταλτικούς και της αγάπης τιμωρητικούς. Να πας εσύ για να βεβαιωθείς πως θα την ξαναθάψουν και θα χαθεί κι ο Αίμονας κι η δύστυχη Ευρυδίκη κι ο Κρέοντας θα κάνει τον συντετριμμένο και θα άρχει στων νεκρών την πόλη, γιατί κι όσοι στους ζωντανούς μετριούνται δεν είναι πάντα. Να πας για να ‘σαι σίγουρος πως όσοι αντιστέκονται πεθαίνουν και να κλάψεις γιατί δεν θα έχεις πια και ποιον να ρουφιανέψεις ή και να λιντσάρεις για παράβαση νόμων, εθίμων, παραδόσεων, πρωτοκόλλων.
Ποτέ ξανά την Αντιγόνη δεν θα δω. Όσο είναι μόνο ρόλος στη σκηνή, όσο δεν είναι το κοινό το ίδιο, η καθεμιά, ο καθένας μια Αντιγόνη, να δίνουμε δύναμη κι αγάπη ο ένας στον άλλο κι όχι τη μοναξιά να λοιδορούμε ο ένας του άλλου. Η καθεμιά, ο καθένας στο κοινό και μια Αντιγόνη, με ελεύθερη τη θηλυκή τη σκέψη που δεν υπολογίζει και δεν λογαριάζει τίποτα ούτε καν τον θάνατο, που αφήνει οριστικά του θεατή τη θέση και τη μοίρα που της προορίζεται και τους Κρέοντες γκρεμίζει με μοναχά την άρνησή της να υπακούσει.
Κι αν πει να βρέξει σήμερα καρέκλες, με την καρδιά μου θα γελάσω, όπως δεν γέλασα ποτέ, καθώς θα βλέπω τους καρεκλοκένταυρους τους Κρεοντίσκους να τρέχουνε τριγύρω μπας και καμιά αρπάξουν στον αέρα, καθώς θα διαγκωνίζονται και θα ποδοπατιούνται και να γλιτώσουν τη βροχή που τον αφανισμό της Αντιγόνης στη σκηνή θα αναβάλει, για λίγο μόνο, μέχρι στη μεγαλύτερη καρέκλα να θρονιαστεί ο επιδεξιότερος πισινός, να ενοθονιστεί έπειτα στους δέκτες μας για τα διαγγέλματά του και να μας αφανίσει διά της υποταγής. Αφού κι όσοι στους ζωντανούς μετριούνται δεν είναι πάντα.