Πολύτιμο φορτίο

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 07.02.18 ]

Ταξιδεύαμε. Άγονη γραμμή. Φεύγαμε. Κάναμε εμβόλια αμνησίας και φεύγαμε. Αναβολή δεν σήκωνε. Στεριά να μην πατήσουμε, ορκιστήκαμε. Το πολύτιμο φορτίο να σώσουμε.

Πρώτη μέρα. Στα ανοιχτά. Ασκήσεις διάσωσης. Μόλις ο υποπλοίαρχος γύρισε το κεφάλι του, πετάξαμε τα σωσίβια στη θάλασσα. Για μας δεν υπήρχε επιστροφή. Κύματα οι φωνές μας. Μπλε βαθύ τα όνειρά μας.

Η Μαρία έφερε κάτι ψάθινες καρέκλες. Η Περσεφόνη μια κουνιστή πολυθρόνα. Ο Νίκος μια βαλίτσα βιβλία. Ο άλλος χτένες και ψαλίδια. Καθένας κι από κάτι. Ένα κουβάρι όλοι μας. Μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος. Ή μόλις άρχιζε;

Ανάβαμε τσιγάρο απ’ την ίδια γόπα. Κάποτε η συζήτηση σοβάρευε. Με γέλια και πειράγματα πότε στο κατάστρωμα, πότε στο αμπάρι.

«Οι φίλοι μας το ’σκασαν. Ίσως να μην τους ξαναδούμε» θα λένε. «Ίσως τους απαντήσουμε άμα το κύμα φέρνει πίσω τον στεναγμό τους».

Ο καπετάνιος μας κατεβαίνει σε κάθε σκάλα. Μόνος του. Εμείς μένουμε κλεισμένοι στα σκοτεινά. Φέρνει εφημερίδες. Νέα.

Κάποτε η θάλασσα φουσκώνει την πλήξη μας. Νύχτα στην πατρίδα. Ένα ρίγος μάς αγκαλιάζει.

Ακόμα ταξιδεύουμε. Μία μία ξεφλουδίζοντας τις μέρες μας. Σκορπισμένοι στις τέσσερις γωνιές του κόσμου κουβαλάμε τον τόπο μέσα μας. Εμείς. Τα παιδιά μας. Τα παιδιά των παιδιών μας. Τα παιδιά των παιδιών των παιδιών μας… Εσαεί.

Μέχρι πότε; ρώτησα. Αργούν να λιώσουν οι νεκροί μας, είπες.

Αυτό το ταξίδι δεν έχει τελειωμό.