Περιστέρια

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 06.07.18 ]

Το σπίτι, ένα διαμερισματάκι στον πρώτο, με ένα μικρό μπαλκόνι, κληρονομιά από μια μακρινή θεία, εκείνος στα πενήντα κάτι, εργένης κι απροσάρμοστος. Μέχρι τώρα κοιμόταν σε γνωστούς, καμιά φορά και στα παγκάκια. Η κληρονομιά αναπάντεχη, πρώτη φορά στη ζωή του δικό του σπίτι. Μετακόμισε κάτι ψευτοσυμπράγκαλα, δυο κούτες με βιβλία, μία με δίσκους. Ρούχα λιγοστά. Κάθε πρωί τον ξυπνά το γουργουρητό των περιστεριών, δυο δυο στο μπαλκόνι ψάχνουν μέρος να γεννήσουν. Εκείνος αγαπάει τα ζωντανά, καναδυό αδέσποτα πάντα τον ακολουθούσαν στις αλητείες και μοιράζονταν το ξεροκόμματο. Τα περιστέρια του μπαλκονιού  τα κυνηγά με μανία, πάντα τα αντιπαθούσε, και τι δεν έκανε για να τα διώξει, αυτά εκεί κάθε πρωί. Ένα πρωί βρίσκει στη γλάστρα ένα αυγό, αβρό και πανέμορφο. Το κράτησε τρυφερά στα χέρια του, ίδιο πεντελικό μάρμαρο το χρώμα του. Το απόθεσε πάλι στη θέση του και σιωπηλά, στις μύτες των ποδιών,   εγκατέλειψε για πάντα το σπίτι. Χρόνια αργότερα καθώς περιπλανιόταν στη γειτονιά, βρήκε το σπίτι οριστικά κατακτημένο από τους φτερωτούς κατοίκους του.