Πεινασμένο φάντασμα

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 27.09.18 ]

Το πρωί που τον είδα τον χοντρούλη με τη βερμούδα να αφήνει διαφημιστικά φυλλάδια με λαστιχάκι στην πεθαμένη εδώ και χρόνια μονοκατοικία της γωνίας, χαμογέλασα. Άλλο ένα ετοιματζίδικο, σκέφτηκα, με πλαστικό φαγητό. Τα φαντάσματα το προτιμούν διπλόπιττο ή μονό, αναρωτήθηκα. Με κεμπάπ, σουβλάκι ή γύρο; Με ή άνευ;

Από εκεί τρως, παλικάρι; ρώτησα με ένα σαρδόνιο γέλιο.

Με κοίταξε ανέκφραστος.

Με χαμηλά λιπαρά δεν διαθέτει το κατάστημα; Εκεί εγώ… επέμενα σαδιστικά.

Έσκυψε και έδεσε με δυσκολία τα κορδόνια του μην τα πατήσει. Ύστερα από λίγο συνέχισε το μεροκάματό του, γυρνώντας προς το μέρος μου.

Τα σουβλάκια του καταστήματός μας ανασταίνουν και νεκρούς, είπε σε σπαστά ελληνικά. Να τα δοκιμάσετε. Στα δύο το ένα δωρεάν.

Έφτυσα στον κόρφο μου τρεις φορές.

Το μεσημέρι που επέστρεφα από τη δουλειά μου το διαφημιστικό είχε κάνει φτερά.

Το απόγευμα βγήκα για ένα ποτό. Αργά το βράδυ περνώντας έξω από το ερείπιο με τη μηχανή μου είδα φώτα. Σταμάτησα και ξανακοίταξα. Το σπίτι έμοιαζε καινούργιο, λες και κάποιο αόρατο χέρι μόλις το συγύρισε. Η πόρτα για μια στιγμή άνοιξε κι ένας γέρος σαν πεινασμένο φάντασμα με πιτζάμες και μπαστούνι πρόβαλε στο κατώφλι.

Άργησες, μου κάνει. Είναι ώρα που παράγγειλα.