Παρασιώπηση

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 18.12.20 ]

Κλειστά εντός ανθοκομείου

υπό τα υελώματα τ’ άνθη ξεχνούν

πώς είν’ η λάμψις του ηλίου

και πώς φυσούν αι αύρ’ αι δροσεραί όταν περνούν.

Κ.Π. Καβάφης, Λήθη

Ότι σουρούπωνε και βγήκα στο μπαλκόνι για τσιγάρο.  Ερημιά. Τα σύννεφα βαριά του Δεκεμβρίου δεν άφηναν τον ήλιο που έδυε να παίξει με τα χρώματα, τη γκρίζα διάθεσή μου να περιγελάσει.  Φυσούσα τον καπνό μου αδιάφορη και άδεια και χάζευα τους δρόμους, άδειοι κι αυτοί, ολόγυμνα τα δέντρα. Ούτε ένα ξεχασμένο φύλλο.

                Το είδα από μακριά το ζευγαράκι. Βάδιζαν χέρι-χέρι με τις μάσκες κάτω απ’ το πηγούνι. Ρούφηξα βιαστικά την τελευταία τζούρα, την πίκρα και το κάψιμο μη χάσω, κι έσβησα τη γόπα στη γλάστρα με το ξερό φυτό. Χώθηκα μέσα γρήγορα. Τράβηξα την κουρτίνα μα δεν απομακρύνθηκα.  Έχει μια ύφανση λεπτή η κουρτίνα μου, πλεγμένη από της μάνας μου τα χέρια, κι είχα σβηστό το φως. Τους είδα που πλησίασαν. Κάτω απ’ τον στύλο  της ΔΕΗ. Η λάμπα μόλις άναβε με το χαρακτηριστικό τσιτσίρισμα. Σταμάτησαν. Εκεί.  Κάτω από αυτό το φως που μόλις άναβε. Τα χέρια τους παντού πάνω στα σώματά τους. Τα χείλη ενωμένα. Το φιλί τους…

                Χωρίσανε στο σταυροδρόμι, λίγα μέτρα παρακάτω. Προς διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας τράβηξε κι ανέβασαν ξανά τη μάσκα για να καλύψει αυτή το ίχνος του φιλιού στα χείλη και τη μύτη, καθώς πρέπει.

                Έμεινα ώρα εκεί, πίσω από την κλειστή κουρτίνα. Ανήμπορη να αντιδράσω. Μονάχα προσπαθούσα εναγωνίως στη μνήμη να ανασυστήσω το θαύμα που είχα μόλις μαρτυρήσει, πίσω από μια κλειστή κουρτίνα, ένα τζάμι.

                Και τα νύχια να μου βγάλετε –μιας και στον καθημερινό εικονικό πνιγμό αντέχω- αυτά τα δυο παιδιά δεν θα τα δώσω.