Το Παρίσι
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 16.07.20 ]Είχα γνωρίσει το φλογισμένο ουρανό αυτής της πόλης όπως καθρεφτίζονταν στον «Σπαραγμό» του Αραγκόν. Ήξερα τον Σηκουάνα, το δάσος του Φοντενεμπλό μέσα από τους αισθησιακούς ήχους της ποίησης του Μαλλαρμέ, καθώς διακήρυττε: Εμπρός ν’ αλλάξουμε τις λέξεις, την ίδια εποχή που ο Μαρξ έλεγε: Εμπρός ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Στους κήπους του Λουξεμβούργου, στη σιωπή της νύχτας και στη λάμψη της μέρας, έβρισκα τον Ζιντ.
Εδώ γεννήθηκε ο Μπωντλαίρ, εκκεντρικός, δανδής, τελειομανής, μοναχικός, μυθομανής, φαρσέρ, απελπισμένος. Το Παρίσι της ανίας είναι η πόλη του, η πόλη με τους ρακοσυλλέκτες. Εδώ συναντά τη Ζαν Ντυβάλ και τη Μαντάμ Σαμπατιέ, τον κόσμο του Πόε. Εδώ, μεταμφιέζεται, χρεώνεται, προτείνει: «Για να μη νοιώθετε το βαρύ του Χρόνου φορτίο που τσακίζει τους ώμους σας, και προς τη γη σας γέρνει, πρέπει να μεθάτε χωρίς αναπαμό. Μα με τι; Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, κατά το κέφι σας. Μα μεθύστε!». Εδώ «μπροστά σ’ ένα κάτοπτρο ζει και κοιμάται». Σχεδόν πάντα μόνος βυθίζεται στο πλήθος και ομολογεί: «η κολασμένη χάρη του Παρισιού με ξανανιώνει ολοένα».
Ο Βερλέν δείχνει το Παρίσι στον ιδιοφυή έφηβο της Σαρλβίλ από το λόφο της Μονμάρτης, ακολουθεί το Καρτιέ Λατέν και οι μπυραρίες του. Μετά το Λούβρο. Αλλά τέτοιου είδους τουρισμός δεν ενδιαφέρει τον Ρεμπώ. Προτιμάει τα καφενεία, τους καυγάδες, τη δράση, θέλει να γκρεμίσει τον Παρνασσό, αυτό το ερείπιο. Με το μεθυσμένο καράβι του ρίχνεται στη ζωή, βρίζοντας όλες τις “νηφάλιες” αξίες των ανθρώπων. Με το «Παρισινό όργιο» επιτίθεται στο Παρίσι των εμπόρων και των τραπεζιτών κλείνοντας το μάτι στον Μπαλζάκ και τον Μωπασάν. Με τις «εκλάμψεις» τινάζει στον αέρα τα θεμέλια της κατεστημένης πνευματικής τάξης: «ο έρωτας πρέπει να εφευρεθεί ξανά», προτείνει. Κι ύστερα αυτοεξορίζεται, σαν τους αρχαίους νομοθέτες, πριν τον ξεράσει η πουτάνα, το Παρίσι.
Έτσι φανταζόμουν το Παρίσι σ’ εκείνα τα ταξίδια που κάνεις χωρίς να πας. Και να τώρα, περπατώντας σαν αλλοπαρμένος στους δρόμους του, δεν βρίσκω πουθενά την πόλη μου. Αναζήτησα σ’ όλες τις γωνιές τις μορφές με τις οποίες ταυτίσθηκα, τις μορφές που ερωτεύτηκα. Απογοήτευση. Η πόλη των άκρων, των ποιητών, του πάθους και των εξεγέρσεων δεν υπάρχει πια. Τι απέγιναν «τα άνθη του κακού», οι μποέμ, οι απάχηδες, οι πλάνητες, οι ποιητές του πλήθους, οι έρωτες και ο παροξυσμός των παθών; Τι απέγινε η μανάβισσα του Εμίλ στην κεντρική αγορά, εκείνη που «έφτιαχνε με τη βιτρίνα της μια μεγάλη γυμνή ηδονή» και τα χείλια της τοποθετούσαν εκεί «τα κεράσια, κόκκινα φιλιά», που «άφηνε να κυλάει λίγο από το κόκκινο αίμα της στις φλέβες των φραγκοστάφυλων. Και οι ορμές της σαν όμορφη κοπέλα που ήταν, έφερναν σε οργασμό αυτά τα φρούτα της γης, όλους εκείνους τους χυμούς που οι έρωτές τους ολοκληρώνονταν σ’ ένα κρεβάτι από φύλλα, στο βάθος θαλάμων νυφικών». Όλα αυτά έχουν εκτοπισθεί, εδώ και καιρό. Ο άνθρωπος, η συνάντηση, το άρωμα της ζωής, ο έρωτας και η κατανόηση του άλλου θέλουν το χρόνο τους. Όμως το φαστ φουντ στα όρθια επιβάλλει το αγοραίο, το διεκπεραιωτικό και ανούσιο, το στιγμιαίο. Τίποτα δεν έχει διάρκεια. Τίποτα δεν έχει ευστάθεια. Τίποτα δεν συνταράσσει συθέμελα. Όλα γεννιούνται και σαπίζουν επί τόπου.
Ο κόσμος έχει αλλάξει, εξοστρακίζοντας μια ορισμένη αντίληψη για τον άνθρωπο, καθώς κι εμένα, που επιμένω…