Πάντα με τρένο
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 07.11.22 ]Δεν το έχω με τη φωτογραφία. Δεν το έχω γενικά. Όχι πως με νοιάζει και καθόλου, στην τελική. Σ’ αυτή μου τη φάση (με τα αλλιώτικα φεγγάρια) το πρωτεύον είναι να είμαι και να μη σταματήσω να γίνομαι.
Παρόλο, λοιπόν, που δεν το έχω, βρέθηκα να ταξιδεύω με τρένο και με μια φωτογραφική μηχανή στην τσάντα μου (παρατημένη σ’ ένα ράφι απ’ τα παιδιά που πλέον με τα κινητά τους βγάζουνε καλύτερες φωτογραφίες και τις μοιράζονται και πιο εύκολα με όσους θέλουν). Το έχω ξαναπεί, ε καλά το ξαναλέω, έχω μανία με τα τρένα, πιθανότατα γιατί, το ξέρω πια καλά πως, δεν περνούν από τα Γιάννενα. Ταξίδι με τρένο λοιπόν. Πρωτόγνωρη για μένα εμπειρία. Εκπλήρωση επιθυμίας από χρόνια κοιμισμένης, ζωηρής ωστόσο και παλλόμενης στης φαντασίας μου τις ράγες (να φανταστείς ότι έχω φύγει με τρένο ως κι από νησί).
Τον είδα λίγο μετά την αναχώρηση από τον σταθμό. Μέσα σ’ ένα παρατημένο, παροπλισμένο, σκουριασμένο τρένο. Να κουρνιάζει μ’ έναν τρόπο που ταιριάζει σε πουλί. Δεν ήταν μόνος. Ήταν πολλοί εκεί μέσα. Τους είδα να κρύβονται. Να κατεβάζουν τα κεφάλια. Εκείνος όχι. Μια ελάχιστη καθυστέρηση. Μια παρένθεση λίγων μόλις λεπτών. Ίσα για να τον δω. Ίσα για να με δει. Επαναλαμβανόμενα κλικ στη φωτογραφική μηχανή. Ούτε κατάλαβα πώς. Ούτε ξέρω γιατί. Μου χαμογέλασε. Σήκωσε το χέρι. Με χαιρέτησε. Εμένα. Σήκωσα το χέρι χαιρέτησα κι εγώ. Εκείνον. Έφερε τα δάχτυλα στο στόμα. Μου έστειλε ένα φιλί. Του έστειλα κι εγώ. Και συνεννοηθήκαμε άψογα στη νοηματική, μια και εσχάτως δεν το έχω ούτε με τις λέξεις. (Τι καλά που δεν χρειάστηκαν.)
Κι αν τώρα γράφω είναι για να πω ευχαριστώ για κείνο το χαμόγελο, για κείνο το ιπτάμενο φιλί των τρένων που μοιραστήκανε δυο επιβάτες μια μέρα φθινοπωρινή σε μια παρένθεση λίγων λεπτών στις ράγες του χρόνου. Ο ένας σε κίνηση σ’ ένα σκουριασμένο τρένο, ο άλλος σε πλήρη ακινησία στο κινούμενο. Έτη φωτός κι οι δυο μακριά από τον προορισμό, ευχήθηκαν καλά ταξίδια ο ένας στον άλλο δίχως να πουν κουβέντα.
Ασφαλώς και δεν προσπάθησα να κάνω το κλικ της τεκμηρίωσης. Να πάρω αποτύπωμα; Το ίχνος να κρατήσω; Όχι. Ήταν τα χέρια μου απασχολημένα. Να σχηματίσουνε στη νοηματική τις λέξεις. Αν ήταν κάτι που έμοιαζε να πρέπει να καταγραφεί ήταν μονάχα η ανταπόδοση, η ανταπόκριση στο βλέμμα του απέναντι επιβάτη και όχι στο φακό μιας μηχανής το σήμα το δικό του. Κι άλλωστε, είπαμε, δεν το έχω με τη φωτογραφία. Το έχω όμως στην καρδιά, γι’ αυτό τώρα το γράφω μ’ αυτές τις λίγες λέξεις που έμειναν μπας και βρεθεί κανένας και του τις διαβάσει.