Πάντα νέοι σηματοδότες
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 13.07.17 ]
Όλοι γνωρίζουμε αυτό που συμβαίνει όταν δεν λειτουργεί ένας σηματοδότης, ή όταν, κατά τη διάρκεια της νύχτας, αναβοσβήνει το πορτοκαλί. Ο συνετός οδηγός τότε ξέρει ότι πρέπει να προχωρήσει με μεγάλη σύνεση, προσεκτικός μπροστά στη συμπεριφορά άλλων, νευρικών οδηγών, γιατί δεν είναι λίγοι εκείνοι που, σταματημένοι σ’ έναν χαλασμένο σηματοδότη, αντιδρούν με άμεση, επικίνδυνη θρασύτητα, με μια αύρα φυγής από τις τετριμμένες καθημερινές συνήθειες.
Αν πάλι η βλάβη τυχαίνει σε ώρες αιχμής, τότε όλοι επιβραδύνουν, αλλά κανείς δεν σταματά∙ από τους πρώτους, κάποιος καταφέρνει να περάσει, με απίθανα ζικ-ζακ ανάμεσα σε φρεναρίσματα, σε άγριες αντιδράσεις και εκκωφαντικά κορναρίσματα, μέχρι να φτάσει στην απόλυτη αντίφαση ενός γρήγορου αυτοκινήτου: την απόλυτη ακινησία. Αυτή η τελευταία, επιτυγχάνεται δημιουργώντας στο κέντρο της διασταύρωσης μια σύνθετη γεωμετρική φιγούρα. Παρόλη την απόλυτη συμμετρία της, αυτή η καθ’ όλα τακτική διάταξη επιτυγχάνεται σε ελάχιστα δευτερόλεπτα∙ τα οχήματα που ακολουθούν στριμώχνονται με σχολαστική επιμέλεια με σκοπό να την καθιστούν αμετάκλητη∙ τελικά όλα είναι έτοιμα για την τελική τελετή: η συνεχής, απελπιστικά αναποτελεσματική χορωδία των ακουστικών επισημάνσεων, που δίνουν τον τόνο σε μια από τις πιο τρομερές ελεγείες του καιρού μας, είναι αυτή που θα μπορούσε να ονομαστεί: Ο θρήνος του θανάσιμα πληγωμένου αυτοκινήτου.
Αυτή η συναισθηματική και εξωστρεφής συμπεριφορά είναι τόσο γενικευμένη και προβλεπόμενη ώστε να εμφανίζει κινήσεις καθαρού αυτοματισμού. Ο τελευταίος συνοδεύεται από ακατονόμαστες ύβρεις, κατάρες, ουρλιαχτά και που, καμιά φορά, ξεπροβάλλει κι ένα ακαταμάχητο κλικ λεπτού χιούμορ.
Αλλά ο ίδιος ο σηματοδότης αξίζει μιας ιδιαίτερης μνείας: δεν ενδιαφέρει να κρατά το τιμόνι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος, πλούσιος ή φτωχός, καλλιεργημένος ή αμόρφωτος, ελεύθερος ή καταπιεσμένος. Αφήστε τον να οδηγεί προς έναν πράσινο σηματοδότη που, όσο πλησιάζει, γίνεται πορτοκαλί και σύντομα κοκκινίζει. Τι συμβαίνει; Το δεξί πόδι του πειραματόζωού μας αφήνει το γκάζι και πιέζει το φρένο∙ το αριστερό, ταυτόχρονα, αφήνει τον συμπλέκτη. Ας σταματήσουμε εδώ, αν και όλες οι συμπεριφορές ενός οδηγού μπορούν να εξεταστούν, και όχι μόνον αυτές. Ίσως υπολόγισε τους κινδύνους μιας σύγκρουσης, τις μαθηματικές πιθανότητες της παρουσίας ενός αυστηρού τροχονόμου στη διασταύρωση; Ίσως επανέλαβε μερικά μαθήματα της σχολής οδηγών και τα κόκκινα σήματα με τις απαγορευτικές ενδείξεις; Ούτε κατά διάνοια! Αρκούσε εκείνο το κόκκινο σημείο που κρεμόταν μπροστά στη μύτη του για να του προκαλέσει μια σειρά από αστραπιαίες και αυτοματοποιημένες αντιδράσεις. Ο άνθρωπος, ή μάλλον ο Άνθρωπος, που βρίσκεται μέσα του, συμπεριφέρθηκε ακριβώς όπως ένα σκυλάκι του Παβλόφ, όπως ένα τηλεχειριστήριο, ικανό να μετατρέπει φωτεινά σήματα σε ηλεκτρικές εκκενώσεις και αυτά σε μυϊκά ερεθίσματα.
Ηθελημένα διάλεξα ένα χοντροκομμένο και στοιχειώδες παράδειγμα, και ο καθένας μπορεί να συνεχίσει να σκέπτεται και να θέτει και άλλα ερωτήματα που δεν αφορούν πλέον το αυτοκίνητο, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο και την ελευθερία του. Πού σταματά η εξάρτηση και πού αρχίζει ο αυτοπροσδιορισμός; Αμέτρητες είναι οι καθημερινές, αυτοματοποιημένες, συνηθισμένες, καθαρά μηχανικές χειρονομίες μας. Αλλά, πέρα από τις χειρονομίες, τι θα λέγαμε για τις σκέψεις μας; Τι ποσοστό από τον τρόπο ύπαρξής μας προέρχεται από το γενετικό μήνυμα που καταγράφεται σε μοριακές αλυσίδες στις «μνήμες» του υποσυνείδητου, ή ακόμη στο φορτίο του κάθε μεμονωμένου κυττάρου; Η κάθε μας συζήτηση με οποιοδήποτε άλλο άτομο δεν είναι ίσως μια διαρκής συλλογή -πέρα από το νόημα των λέξεων που προφέρονται- από ένα κουβάρι μηνυμάτων (αντιδράσεις, διαθέσεις, ατμόσφαιρες, αποκρύψεις), που πυρετωδώς αποκρυπτογραφούμε, απομνημονεύουμε, εκμεταλλευόμαστε σε κάθε επόμενη ατάκα του διαλόγου; Πού τελειώνει η ψευδαίσθηση της ελευθερίας, κόρη απέραντων και μη υπολογίσιμων εκατομμυρίων καταναγκασμών, και εγκαθιδρύεται η γοητευτική πληρότητα μιας πραγματικής ελευθερίας;
Ο καθένας πρέπει να ψάξει μόνος του αυτά τα σύνορα ή αυτή την αυταπάτη, έχοντας συνειδητοποιήσει με ταπεινοφροσύνη ότι κι αυτή ακόμη η λύση του μπορεί να είναι εξαρτημένη ή προκατασκευασμένη. Ένα πράγμα είναι όμως σίγουρο: ότι το μέλλον του κόσμου γίνεται όλο και πιο σκοτεινό για την ελευθερία, όπως κι αν αυτή εννοείται, γιατί είμαστε όλο και πιο νευρωτικοί και πάντα ανικανοποίητοι.
Όποιος καταγγέλλει τις καταστολές της εξουσίας δεν αντιλαμβάνεται ότι, συνεχίζοντας στον ίδιο δρόμο, οποιοσδήποτε τύπος μελλοντικής κοινωνίας δεν μπορεί παρά να είναι σκληρά καταπιεστικός. Ας μην έχουμε αυταπάτες: μέρα με τη μέρα, με όλα τα χτυπήματα που δεχόμαστε καθημερινά, θα δούμε να εγκαθίστανται όλο και περισσότεροι νέοι σηματοδότες.
*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ