Οὐκ οἶσθ᾽ ὅ τι ζῇς οὐδ᾽ ὃ δρᾷς οὐδ᾽ ὅστις εἶ
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 18.07.21 ]“οὐκ οἶσθ᾽ ὅ τι ζῇς οὐδ᾽ ὃ δρᾷς οὐδ᾽ ὅστις εἶ.”
Το αποφάσισα αργά. Εντούτοις πήγα. Ήθελα και να δω πώς θα ’ναι να βγάλω ολόκληρη παράσταση φορώντας προσωπείο εγώ. Ήθελα και να δοκιμάσω το ειδικό κάθισμα που μου πήραν δώρο για το θέατρο. Πέρσι δεν πρόλαβα. Πολλά πέρσι δεν πρόλαβα και μείνανε για φέτος. Δεν με νοιάζει. Υπήρξα πάντα οφειλέτης δύστροπος. Δεν θα δυσκολευτώ να συνεχίσω.
Πήγα λοιπόν. Έστω και αργά. Οι βορινές οι θέσεις ήταν άδειες. Τέλεια. Θα βγάλω και το προσωπείο με πρόσχημα το κάπνισμα. Κι αν κάποιος διαμαρτυρηθεί θα έχω έτοιμο το πάσο μου του εμβολιασμού να επιδείξω κι ένα τασάκι φορητό για τα τεκμήρια. Τα γυαλιά μου τα πήρα; Όχι της πρεσβυωπίας, τα άλλα. Από δω πάνω δίχως αυτά θα χάσω όλες τις λεπτομέρειες. Εντάξει. Τα πήρα.
Βάκχες. Ευριπίδης. Το έχω δει πολλές φορές. Το ξαναβλέπω πάντα με ενδιαφέρον. Έχω στον νου τη διάσταση της απολλώνιας με τη διονυσιακή λατρεία που έχω μάθει από τον Νίτσε (όσα τουλάχιστον κατάλαβα). Κι ο Ευριπίδης ξέρει και με του Τειρεσία το στόμα ξεκαθαρίζει:
ἔτ᾽ αὐτὸν ὄψηι κἀπὶ Δελφίσιν πέτραις πηδῶντα σὺν πεύκαισι δικόρυφον πλάκα, πάλλοντα καὶ σείοντα βακχεῖον κλάδον, μέγαν τ᾽ ἀν᾽ Ἑλλάδ᾽.
Και όπως παρακολουθούσα με ενδιαφέρον, απολαμβάνοντας την στήριξη της μέσης από το ειδικό δώρο, ρουφώντας και φυσώντας τον καπνό μου δίχως προσωπείο και αξιολογούσα τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης, τον φωτισμό, τη μουσική, τις σκηνοθετικές οδηγίες και των υποκριτών τη δεινότητα, κόλλησα ξαφνικά σε έναν στίχο. Στο δεύτερο επεισόδιο, σ’ εκείνη τη δυναμική στιχομυθία μεταξύ Διονύσου και Πενθέα. Σίγουρος ο Πενθέας για τον εαυτό του και την εξουσία του φωνάζει τον αντίπαλο να δέσουν, κομπάζοντας για τη δύναμη που η θέση του του δίνει.
Κι ο Διόνυσος -ολύμπιο μπαστάρδι- δεν χάνει χρόνο:
Δεν ξέρεις γιατί ζεις, τί πράττεις, ποιός είσαι.
Του γυρίζει. Είναι ο στίχος 506. Εκεί που κόλλησα.
Δεν ξέρεις γιατί ζεις, τί πράττεις, ποιός είσαι.
Μου γυρίζει. Κι έχει αυτή τη σιγουριά η φωνή του που δεν επιδέχεται αντίρρηση.
Δεν ξέρεις γιατί ζεις, τί πράττεις, ποιός είσαι.
Μου γυρίζει. Σ' εμένα;
Θαρρείς και μ’ είχε ξεχωρίσει μέσα στα τόσα προσωπεία και διάλεξε εμένα για Πενθέα κι ας ήμουν μεταμφιεσμένη σε γυναίκα και μέχρι να τελειώσει η παράσταση και να χορέψει η Αγαύη με το κεφάλι μου στην αγκαλιά εγώ να έχω αυτόν τον στίχο στο μυαλό μου κλειδωμένο και ούτε ο αποκεφαλισμός μου ωφέλησε ούτε που μ’ ένα τέχνασμα στον φωτισμό έγινε ο Θεός μικρός κι ανθρώπινος –τόσος μικρός κι ασήμαντος σαν την οργή του - όμως τα λόγια που ‘χε ξεστομίσει διόλου δεν μίκρυναν και τα άκουγα ακόμα και σαν γύρισα στο σπίτι. Κι έπρεπε να τα βρω κι αλλιώς και να τα πω κι εγώ
οὐκ οἶσθ᾽ ὅ τι ζῇς οὐδ᾽ ὃ δρᾷς οὐδ᾽ ὅστις εἶ.
Δεν θα γραφα ούτε λέξη. Αλλά να, με τρώει από χθες, και σήμερα με τρώει κι ίσως κι αύριο. Πρέπει να μάθω.
Εσύ ξέρεις;