Ούτε με τους πάνω ούτε με τους κάτω

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 04.04.18 ]

 

Υπάρχουν δυο-τρία σημεία στην πόλη ακριβώς γι αυτά.  Προτιμούσε, το πιο απόμερο. Εκεί που η δική της περιέργεια, δεν προκαλούσε την περιέργεια, άλλων διερχομένων. «Γιατί τα κοιτάει άραγε αυτή;» Ερώτηση τουλάχιστον υποκριτική, καθώς όλοι κοιτούσαν τα κηδειόσημα. Ήταν όμως μια ενοχική πράξη. Περιέργεια για κάτι μακάβριο; Εξορκισμός του φόβου θανάτου; Μπορεί και τα δυο.

Η ίδια, έκανε κάποιες περίεργες σκέψεις με αφορμή αυτές τις αναρτήσεις. Όπως ας πούμε ότι μια τελευταία φωτογραφία, οφείλει να περικλείει μέσα της, το «ζουμί» της ύπαρξης αυτού που εκπροσωπούσε, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Τι στο καλό! Ήταν η τελευταία του εκπροσώπηση στο κοινό! Άξιζε μια προσεκτική μελέτη η προεργασία ανάρτησης. Άλλες φορές πάλι, την απασχολούσε το «σκορ»! Τόσες πάνω από πενήντα-πέντε, τόσες κάτω. Το «πενήντα-πέντε», ήταν ένα σημείο αναφοράς. Θα μπορούσε ας πούμε, να ήταν το πενήντα. Αλλά, έτσι θα μεροληπτούσε υπέρ του σκορ των πάνω από πενήντα. Ενώ το πενήντα-πέντε ήταν  ένα συνηθισμένο οριακό σημείο αναφοράς. Όλο και πιο πολλοί άνθρωποι πλέον, γύρω εκεί, μπαίναν στην ανάρτηση. Που δεν ήταν μια ανάρτηση που χρειαζόταν δα κάποιο «μέσον» για να μπεις! Επίσης, δεν ήταν μια ανάρτηση για την οποία θα χαιρόταν ο ενδιαφερόμενος. Για λύπη, ούτε λόγος! Τα είχε πει ο Επίκουρος χρόνια πριν. Έστω κι αν ο αναρτημένος δεν τον γνώριζε καν. Γιατί ο Επίκουρος τα έλεγε για τους άλλους. Αυτούς που μένουν. Και φοβούνται.

Ένα απόγευμα Κυριακής λοιπόν. Τον είδε. Εκεί στην κολώνα, μισοκρυμμένο πίσω από το πυκνό φύλλωμα της ανοιξιάτικης κουτσουπιάς. Που πολύ σωστά, είχε φυτευτεί παραδίπλα από τις «αναρτήσεις». Μια ανθηρή παρουσία, όσο να πεις , ήταν μια καλή συντροφιά για τις «κρεμασμένες ιδέες». Το βλέμμα του την κάρφωσε σχεδόν. Έτσι όπως ήταν ευθύ, με μια υποψία χαμόγελου στο βάθος.  Ή μήπως ήταν ειρωνεία τάχα; Όχι όμως όση συνήθιζε να μοστράρει, τα τελευταία χρόνια που τον γνώριζε.

Αναίδεια! Ναι, έτσι την είχε χαρακτηρίσει μέσα της κάποτε. Αυτή την «ιδέα» στο βάθος του περιπαιχτικού του βλέμματος. Δεν άργησε βέβαια να αντιληφτεί, πως επρόκειτο για άμυνα. Σε πόσες λέξεις τελικά, περικλείεται η ζωή κάποιου; Τριάντα; Σαράντα; Και τι τελικά, «πρέπει» να περιέχει ένα σύντομο βιογραφικό; Έτσι-ας πούμε-, που να μην αδικεί, αλλά και να ανταποκρίνεται και στην ουσία αυτού που αφορά; «Πέτρος Αποστόλου. Γεννήθηκε το 1963,από οικογένεια εύπορη. Άτομο ιδιαίτερα ευφυές, καμάρι της οικογένειάς του. Ωστόσο. Η προδιαγεγραμμένη λαμπρή του πορεία, ανεστάλη λόγω της προώρου ψυχικής του νόσου. Πρόωρος κι ο θάνατος. Από ανακοπή».

Είχε πλέον απομακρυνθεί, όταν συνειδητοποίησε, το «όριο». Ο Πέτρος, ήταν ακριβώς πενήντα-πέντε. Ούτε πάνω, ούτε κάτω.

«Ντάξει βρε Πέτρο!», είπε μέσα της. Δεν σε προσμετρώ! Ούτε στους πάνω, ούτε στους κάτω! Κι αυτό της φάνηκε το καλύτερο, σύντομο βιογραφικό. «Πέτρος Αποστόλου. Ούτε με τους πάνω, ούτε με τους κάτω».