Ομνύει*

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 30.12.17 ]

Μόνος στην καλύβα. Αυτός και οι δαίμονές του. Εκεί που καταφεύγει κάθε Πρωτοχρονιά. Δεν έχει φέρει βιβλία για διάβασμα. Ούτε γράφει. Κόβει ξύλα με το τσεκούρι. Συντηρεί τη φωτιά στη σόμπα. Πίνει. Ούτε νέος ούτε γέρος. Το μυαλό του δουλεύει μ’ ένα νυσταγμένο στοιχειώδες προσωπικό ασφαλείας. Η χρονιά που πέρασε. Λάθη και παραλείψεις. Τα κύτταρα της ανθρώπινης ψυχής που μεταλλάσσονται σε καρκινώματα και την κατατρώνε. Η ματαιότητα των ανθρωπίνων.  Όσα τον πλήγωσαν κι όσα τον ζέσταναν. Ο χρόνος περνά αργά, βασανιστικά. Κάθε δευτερόλεπτο ένας κόκκος άμμου που έπρεπε να μετρήσει, ένας κόκκος μέσα σε μια ολόκληρη χρονική έρημο. Έξω το σιγανό τρίξιμο του χιονιού.

 Κάθε Πρωτοχρονιά "ομνύει" ν΄αλλάξει ζωή, να γίνει «αυτός που περιμένουνε». Τρυφερός και επιεικής. Ελεύθερος και ασυμβίβαστος. Η σόμπα από ώρα έχει κρυώσει. Βγαίνει για ξύλα. Κρύος αέρας με άρωμα χιονιού εισβάλλει ορμητικά. Η απόφασή του ένα και μοναδικό πυροτέχνημα που σβήνει στη στιγμή, η θέλησή του ξεθωριάζει σαν τις σπίθες.

Προς τι οι όρκοι, πάλι τα ίδια θα ξανακάνει χωρίς ενοχές, πάλι θα συμβιβαστεί, πάλι θα ενδώσει στους πειρασμούς, αδύναμος, λειψός, ανθρώπινος.

Αρκούν τα αντισώματα, μια φωνή μέσα του. Η άνευ όρων αγάπη και η ζεστασιά, η φαντασία και το χιούμορ και οπωσδήποτε η χαρά. Όταν υπάρχει χαρά στη ζωή ποτέ δε γερνάς.

Επιστρέφει θριαμβευτής, γενναιόδωρος. Έξω γαλανός ουρανός, λιακάδα, κίνηση, άνθρωποι, ζωή…

 (*ομνύει= ορκίζεται, "δάνειο" από το ομότιτλο ποίημα του Κ. Καβάφη)