Οικονομικά πανεπιστήμια, οι μεντρεσέδες του καπιταλισμού

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 31.08.22 ]

...Η έννοια της αποτελεσματικότητας αναφέρεται στην καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων.

Η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης αναφέρεται στη δίκαιη κατανομή των οικονομικών οφελών.

Μεταξύ των δύο αυτών μερών υπάρχει σύγκρουση: όταν προσπαθούμε να μοιράσουμε την πίτα σε δύο ίσα κομμάτια η πίτα μικραίνει.

Για παράδειγμα, η υψηλή φορολογία στα υψηλά εισοδήματα (για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης) λειτουργούν ως αντικίνητρο για την σκληρή δουλειά…”*

Η άνωθεν αποστροφή αποτελεί ένα, μικρό δείγμα τυπικού ακαδημαϊκού εγχειριδίου, γραμμένο από καθηγητή του ΕΚΠΑ, για να διδάσκεται σε, περισσότερες από μία, οικονομικές σχολές. Ενδεικτικό του ήθους και των αξιών από τις οποίες εμφορείται και της συνείδησης και της κουλτούρας που καλλιεργεί, αναπαράγει τα, παμπάλαια, προτάγματα του προτεσταντισμού: η “σκληρή δουλειά” είναι αρετή που ευλογείται από το θεό άρα ο πλούτος, ως συνεπακόλουθο, πρέπει να προστατεύεται. Οι φτωχοί είναι οι ακαμάτηδες αντίχριστοι, οι ανάξιοι. Η φορολόγηση του πλούτου από τη συντεταγμένη πολιτεία, λοιπόν, ο μοναδικός, δηλαδή, τρόπος για να επιστρέψει η, κλεμμένη, υπεραξία στην κοινωνία, θεωρείται “κακή πράξη”.

Ο καπιταλισμός ως ηγεμονική ιδεολογία είναι εδώ. Οι οξυμένες ανισότητες δεν αποτελούν αναστρέψιμη κοινωνικοπολιτική συνθήκη αλλά υπάρχουν θεόθεν ενώ η τυχαιότητα της καταγωγής, οι συμπτώσεις αλλά και ο αμοραλισμός που ευνοούν τον πλουτισμό είναι μια ανύπαρκτη υπόθεση. Η άλλη ανάγνωση, στην εικονική πραγματικότητα του ακαδημαϊσμού, απουσιάζει παντελώς. Ακόμα και το απλούστατο, ότι οι εργαζόμενοι/ες ενώ λαμβάνουν μισθό, στην καλύτερη περίπτωση, ίσα ίσα για να επιζήσουν, το ότι παράγουν με τα χέρια τους προϊόντα υπερπολλαπλάσιας αξίας αγνοείται επιδεικτικά.

Ο homo economicus που επιβάλλεται ως ανθρωπολογικό πρότυπο στους φοιτητές και στις φοιτήτριες των οικονομικών σχολών, προσπαθεί να τους μεταβάλει σε εγωικά υποκείμενα. Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι, απαλείφοντας τον αλτρουισμό και την κοινωνική ευθύνη, εκλαμβάνουν ως θέσφατο πως η γη κινείται λόγω της ιδιοτέλειας και των προσωπικών συμφερόντων του χασάπη και του φούρναρη (Άνταμ Σμιθ). Η επιδιωκόμενη αλλοτρίωση των νεαρών επιστημόνων θεωρείται μάλλον εύκολη υπόθεση, αφού η μαθηματικοποίηση (στατιστικές, μοντέλα, εξισώσεις κ.λπ.), στο δρόμο που χάραξε ο Λεόν Βάρλας, και ένας αδιανόητος, ιδεολογικά προσανατολισμένος, μεροληπτικός “εμπειρισμός” εξασφαλίζουν το απαιτούμενο γόητρο.

Αλλά από την εποχή του σοσιαλδημοκράτη Γκαλμπρέιθ και του μάλλον προοδευτικού Κένεθ Άροου, στα αμερικάνικα πανεπιστήμια, και κατόπιν στα ευρωπαϊκά, συντελέστηκε ένα επιστημονικό πογκρόμ ήδη από τη δεκαετία του 1970. Οι προαναφερθέντες εγκατέλειψαν, τάχατε από μόνοι τους, το Χάρβαρντ ενώ τα ίδια διαδραματίστηκαν και σε άλλα περισπούδαστα πανεπιστημιακά ιδρύματα -ΜΙΤ, Γέιλ κ.ά. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των Samuel Bowles (Κατανοώντας τον Καπιταλισμό, εκδ. Gutenberg) και Herbert Gintis, της Ένωσης Ριζοσπαστών Πολιτικών Οικονομολόγων, όταν ο πρώτος, λόγω της αόρατης χειρός των καπιταλιστών απομακρύνθηκε από το Χάρβαρντ, κι έπειτα ο επόμενος κι ο επόμενος κ.ο.κ.

Οι φονταμενταλιστές της καπιταλιστικής μονομέρειας σήμερα διοικούν τα πάντα: τη μια μέρα πανεπιστημιακοί, την επομένη διοικητές τραπεζών και άλλων περιώνυμων οίκων και τη μεθεπομένη υπουργοί, πρόεδροι μεταδημοκρατικών καθεστώτων κ.ο.κ. Εδώ συνίσταται η ιδεολογική ηγεμονία του συστήματος: ότι, δηλαδή, οι δήθεν άριστοι, οι διαρκώς καταφάσκοντες δηλαδή, είναι οι μόνοι που μπορούν να κυβερνήσουν το πόπολο. Με επιστημονική βούλα, που προϋποθέτει ακαδημαϊκή λογοκρισία, τα οικονομικά, ως ηθική επιστήμη και ως εργαλείο μετασχηματισμού υπέρ των από κάτω, δεν υπάρχουν πια.

Αλλά: αν η ακαδημαϊκή κοινότητα των οικονομολόγων είναι παντελώς αλλοτριωμένη, δεν συμβαίνει το ίδιο με τ@ φοιτητ@, των οποίων οι υλικές συνθήκες της ύπαρξης αλλάζουν, σταδιακά, προς το χειρότερο. Εκεί, η σχάση μεταξύ των στατιστικών μοντέλων και της πραγματικής ζωής καταδεικνύει την αναλήθεια.

Να διαρραγεί η καμαρίλα, ίσως, να μην είναι και πολύ μακριά.

 

*Θεόδωρος Α. Παπαδόγγονας, Εισαγωγή στη Μακροοικονομική Ανάλυση και Πολιτική, εκδ. ΤΣΟΤΡΑΣ, 2019, σελ. 16