Οι τριανταφυλλιές...

[ Ζήσης Ναούμ / Ελλάδα / 14.04.20 ]

Αξημέρωτα έφτασε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ στο μεσοχώρι. Όλη τη νύχτα, στο ταξίδι απ' την πρωτεύουσα, μπερδεύονταν στο νου του Στέφανου, ο ύπνος με το ξύπνιο. Σαν όνειρο, πως χωρίστηκαν με τον αδελφό του πάνω στην μάχη και χάθηκαν, πως βρέθηκε στην ξένη χώρα, πως έφτιαξε εκεί οικογένεια και πως τα παράτησε όλα για να γυρίσει πίσω. 
Τριάντα χρόνια πέρασαν και χώρεσαν όλα σ' ένα όνειρο. 
Και τώρα εδώ. Χωρίς αποσκευές, χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Στην δεξιά τσέπη του σακακιού ένας σουγιάς. Στην αριστερή τα τσιγάρα του. Δεν χρειάζονταν τίποτ’ άλλο. Κατέβηκε απ' το λεωφορείο ξένος πια ανάμεσα σε ξένους. Έριξε μια ματιά ένα γύρο, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Η εκκλησία, το μπακάλικο και δύο καφενέδες. Τράβηξε ίσα, πίσω απ' την εκκλησία στο κοιμητήρι. Κι' αυτό στη θέση του. Τα μνήματα είχαν περισσέψει. Βρήκε των γονιών του. Στάθηκε κάμποση ώρα ακίνητος. Δικαιούταν κι' ο αδελφός του ένα, σκέφτηκε. Έκατσε σ' ένα πεζούλι, άναψε τσιγάρο, το πιο πικρό που έχει καπνίσει.
Άκουσε βήματα, γύρισε το κεφάλι και είδε τον Νώντα που είχε έρθει να ελέγξει την επικράτειά του. Κοιτάχτηκαν κάμποση ώρα, γνωρίστηκαν έκατσε δίπλα του τον κέρασε τσιγάρο. "Τι γυρεύεις εδώ;" τον ρώτησε μετά από λίγο ο Νώντας. "Να κλείσω τα τεφτέρια μωρ' Νώντα, τρεις ζωές και καμιά δεν χόρτασα, μια εδώ, μια έξω, μια στην πρωτεύουσα όλες χαμένες" 
"Τρεις ζωές για ένα κιβούρι μωρ' Στέφανε;" αποκρίθηκε εκείνος.
"Δύο κιβούρια Νώντα. Τρεις ζωές για δύο κιβούρια. Έμαθα πως είσαι καλός μάστορας, σκάψτα και όταν ξαναβρεθούμε-του έδειξε προς τα πάνω- θα στα ξεπληρώσω."
"Δεν τα ξέρεις όλα..." Επέμεινε ο Νώντας.
"Ότι χρειάζεται να ξέρω... το ξέρω" απάντησε ο Στέφανος και σηκώθηκε να φύγει.
"Είναι από καλό νταμάρι, το κρίμα στο λαιμό σου..." του φώναξε, πριν τον δει να χάνεται πίσω απ' τα δέντρα. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι σκέφτηκε. Να μην τυραγνιούνται άλλο...
Πήρε τον δρόμο ο Στέφανος για να βγει απ' την άλλη μεριά του χωριού. Παντού σπίτια διπλοαμπαρωμενα. Ξανά φευγάτοι όλοι. Έξω απ' το σπίτι εκείνης κοντοστάθηκε. Την περίμενε τότε να ανέβουν μαζί στο βουνό. Δεν ήρθε, έσπασε η ζωή του στα τρία. Τι νόημα έχει τώρα; Κι αυτό διπλοαμπαρωμένο είναι. Μαλάκωσε λίγο η ψυχή του, έσκυψε έκοψε ένα μανουσάκι και το στερέωσε στην αυλόπορτα. Όπως τότε, σημάδι για αντάμωμα. Όταν απομακρύνθηκε κάμποσο, μια σκιά ξεκόλλησε απ' το σπίτι και τράβηξε κατά την αυλόπορτα. Χρόνια κλεισμένη στο κατώι απ' τον πατέρα της, από τότε που την έπιασε με το δισάκι στον ώμο. Απ' όταν πέθανε εκείνος και βγήκε έξω, τις σκιές προτιμάει. Περισσότερο τις μέσα της. Πήρε το λουλούδι στο χέρι της γύρισε προς το σπίτι, έκανε πεντέξι βήματα και σωριάστηκε. Δεν άντεξε παραπάνω η καρδιά της. Πρόλαβε να τραβήξει το χέρι της στο πλάι μην τσαλακώσει το μανουσάκι της.
Έφτασε ο Στέφανος έξω απ' την καλύβα, πήρε μια βαθιά ανάσα, έβγαλε τον σουγιά, τον άνοιξε και με μια σμπρωξιά στην πόρτα μπήκε μέσα στην καλύβα. 
Πετάχτηκε απάνω ο Λάμπρος τρομαγμένος. Ύστερα..."εσύ είσαι Γιαννάκο μου και με κοψοχόλιασες; Βρήκες το δρόμο για το σπίτι μας;" είπε με παράπονο. Κέρωσε ο Στέφανος. Έπεσε απάνω του ο Λάμπρος να τον αγκαλιάσει. Πισωπάτησε βγάζοντας μια πνιχτή κραυγή. Πως να σφάξει έναν πεθαμένο; Πέταξε πέρα τον σουγιά, κι άρχισε να τρέχει. Χάθηκε στο δάσος. Κανείς δεν τον ξανάδε. Κάποιος είπε πως χρόνια έμεινε απάνω σε μια σχεδία δεμένος, στα διεθνή ύδατα μέχρι που βαρέθηκε κι' έλυσε μοναχός του τους κάβους*. 
Σαν τέλειωσε το σκάψιμο ο Νώντας, κίνησε για την καλύβα του Λάμπρου. Περνώντας απ' το σπίτι εκείνης έριξε μια ματιά και την είδε στα μπρούμυτα. Μπήκε μέσα δεν έπιασε σφυγμό. Πήρε το λουλούδι απ' το χέρι της και το καρφίτσωσε στα μαλλιά πάνω απ' τ αυτί. Ύστερα συνέχισε τον δρόμο του προς το καλύβι. Έρχονταν συχνά εδώ, ειδικά τα βράδια που ούρλιαζαν τ' αγρίμια. Έρχονταν κι' ο άλλος αφορεσμένος και κάθονταν κάτω απ' την βελανιδιά πίσω απ' την καλύβα. Αμίλητοι άναβαν κάνα τσιγάρο. Καμιά φορά, όταν σταμάταγαν τα ουρλιαχτά κι' ο αέρας έκοβε, έπιανε ο ένας το μοιρολόι κι' ο άλλος κρατούσε το ίσο. Ύστερα άναβαν ένα τσιγάρο για τον δρόμο και χώριζαν. Αμίλητοι. Κι' όπως χάνονταν μες στην νύχτα, η καύτρα του τσιγάρου όπως κουνούσαν τα χέρια τους, μια μπρος μια πίσω πήγαινε. Όπως η ζωή τους.
Έφτασε έξω απ' την πόρτα της καλύβας ο Νώντας, έστησε αυτί.
"... Θαρρείς θα σε περιμένω πολύ ακόμα Γιαννάκο μου; Πόσο να αντέξω ο έρμος; Αλλιώς να ’ρθω να σε βρω εγώ..."
Κούνησε το κεφάλι του ο Νώντας, τράβηξε για το ρημαδιό του. Έφτασε, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Τράβηξε ίσα στον κηπάκο του. Είχαν "δώσει" οι τριανταφυλλιές του. Τις μύρισε μια-μια και μια άγρια χαρά άστραψε στο βλέμμα του. 
"Καλή αντάμωση μωρ' τσούπρες μου" είπε και γύρισε μες στο σπίτι. Σήμερα σκέφτηκε έβαλα όλη την τέχνη μου. Κρίμα να το χαρεί ξένος το κιβούρι που περίσσεψε. Τράβηξε μια καρέκλα στο κέντρο του δωματίου. Εκείνη η τριχιά που κρέμονταν απ' την μεσαία γρέντα, χρόνια τώρα, έπιασε τόπο....

*Σκηνή απ' την ταινία του Θ. Αγγελόπουλου "Ταξίδι στα Κύθηρα"