Οι πυγολαμπίδες του Παζολίνι

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 07.04.21 ]

               Συχνά άκουσα να λένε –παρατηρεί ο νεαρός μου φίλος- ότι η λογοτεχνία, ή καλύτερα τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα που γράφουν σήμερα οι συγγραφείς μας, δεν «αφηγούνται τη ζωή», εκείνα τα γεγονότα που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, στη χώρα μας και στον κόσμο. Και ότι τη ζωή την περιγράφουν καλύτερα οι δημοσιογράφοι γιατί, για επαγγελματικούς λόγους, έχουν μια άμεση επικοινωνία με τα γεγονότα και τα ερμηνεύουν με την κατάλληλη προσοχή.

                Δεν συμφωνώ –του απαντώ- γιατί τελικά δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς σημαίνει «να αφηγείσαι τη ζωή». Πιστεύω ότι σημαίνει να βλέπεις σαν μια αστραπή,  σε όλους τους δυνατούς τρόπους, κάτι το σημαντικό που αντιλαμβάνεται την αλήθεια του καιρού μας. Αλλά η αλήθεια του καιρού μας, εκείνη που ενδιαφέρει τη λογοτεχνία, δεν την βρίσκουμε σχεδόν ποτέ στις σελίδες των εφημερίδων ή στα ρεπορτάζ που στέλνουν οι ειδικοί απεσταλμένοι από τις θερμές περιοχές του πλανήτη όπου συμβαίνουν τα γεγονότα, σφαγές, πόλεμοι ή επαναστάσεις. Αντίθετα, δεν υπάρχει τίποτε πιο εφήμερο από την επικαιρότητα που ακολουθούν. Άλλο είναι το πεδίο της λογοτεχνίας: είναι η διαρκής αναζήτηση ενός παρόντος πιο αληθινού από το παρόν που ζούμε, εκείνο που ακουμπά τις «χορδές του χρόνου», δηλαδή το πιο ευαίσθητο σημείο του.  Το πεδίο της λογοτεχνίας είναι αυτός ο τύπος ραβδομαντικής αναζήτησης, μια αναζήτηση μέσα από ένα άλλο λεξιλόγιο, διαφορετικό από εκείνο που είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός καλού άρθρου, και γι’ αυτό μπορεί να την διαβάζουν μετά από πολλά χρόνια παραμένοντας ζωντανή και προξενώντας πάντα τα ίδια συναισθήματα.

                Η Πολιτική, η Ιδεολογία, η Μόδα, η Τηλεόραση, η Διαφήμιση, οι Εφημερίδες, πιστεύουν ότι μας μιλούν για την αλήθεια του καιρού μας, αλλά δεν μπορούν παρά να την χειραγωγήσουν στα πιο πρόσφορα συμφέροντά τους, και ευνοώντας πάντα το φαίνεσθαι. Όλα όσα συμβαίνουν, και όταν περνούν μέσα από αυτούς τους φακούς είναι σχεδόν πάντα παραμορφωμένα, ακόμη και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται αλλοιώνεται, ακόμη και στη δομή των φράσεων και την επιλογή των εικόνων. Όποιος καλλιτέχνης ενστικτωδώς προσπαθεί να περιγράψει κάτι που αφορά την αλήθεια του καιρού μας, να ευαισθητοποιήσει τις «χορδές του χρόνου», πρέπει να απομακρυνθεί από όλα αυτά.

                Αν το 1975 ένας δημοσιογράφος, όταν έπεφτε το βράδυ, είχε πάει για μια βόλτα ανάμεσα στους αγρούς, και είχε δει ότι οι πυγολαμπίδες δεν έλαμπαν πια στους φράχτες, όπως θυμόταν όταν ήταν παιδί, σίγουρα δεν θα είχε δώσει σημασία σ’ αυτό το γεγονός, δεν θα είχε σκεφτεί να τηλεφωνήσει στον διευθυντή της εφημερίδας του για να μεταφέρει αυτή τη συγκλονιστική είδηση. Αλλά αν έκανε την ίδια βόλτα στην εξοχή ένας συγγραφέας όπως ο Παζολίνι, τότε αυτό το ελάχιστο και φαινομενικά ασήμαντο γεγονός θα αποκτούσε μια κεφαλαιώδη σημασία, και μπορεί να αναγνώριζε την αλήθεια του καιρού μας. Ο Παζολίνι είδε σ’ αυτό το ελάχιστο συμβάν την καταστροφή που ερχόταν με σκοπό να λεηλατήσει την Ιταλία ακριβώς εκείνα τα χρόνια, που όλοι το έβλεπαν μπροστά στα μάτια τους, χωρίς να έχουν αντιληφθεί την τεράστια σημασία: είδε το τέλος μιας εποχής και ενός πολιτισμού, την «απώλεια της ευτυχίας», με όλα τα επακόλουθα. Δεν έχει σημασία αν οι πυγολαμπίδες μερικά χρόνια αργότερα επέστρεψαν να λάμπουν πάνω στους φράχτες, γιατί η δύναμη της μεταφοράς του Παζολίνι παρέμεινε, με όλη την αποκαλυπτική της δύναμη, και λάμπει ακόμη περισσότερο. Και δίνοντας  άλλο ένα παράδειγμα: ενώ την ίδια χρονιά, το 1975, όλοι οι δημοσιογράφοι ανέφεραν τις κενές, χωρίς κανένα νόημα, φράσεις των πολιτικών, πιστεύοντας έτσι ότι πληροφορούσαν τον κόσμο και μιλούσαν για την αλήθεια του καιρού μας, ο Παζολίνι από τις ίδιες εκείνες φράσεις δημιουργούσε την εικόνα (τη μεταφορά) της Εξουσίας, όπου η πολιτική, απόμακρη από τις ανάγκες της χώρας, είχε οχυρωθεί, και η ιδέα (η μεταφορά) της Δίκης που έπρεπε να οριστεί ενάντια στους ανθρώπους της Εξουσίας για τα δεινά και τις καταστροφές που είχε προξενήσει η πολιτική τους. Αυτή ήταν η αλήθεια του καιρού μας. Αλλά μόνο ένας συγγραφέας την είχε αντιληφθεί και την είχε μεταδώσει με τη σωστή μορφή. Δεν έκανε το ίδιο και ο Κάφκα; Ποιος θα είχε φανταστεί ότι τη στιγμή που έγραφε τη Δίκη ή τη Σωφρονιστική αποικία ο κόσμος ετοιμαζόταν και έτρεφε στους κόρφους του, τον ναζισμό και τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης; Κι όμως όλα αυτά ήταν η αλήθεια του καιρού του, αλλά μόνον αυτός την περιέγραφε με τον τρόπο του, και κανένας δημοσιογράφος δεν μιλούσε γι’ αυτά. Κι αν πάμε μερικούς αιώνες πίσω, δεν ήταν μήπως ο Βιργίλιος να διακρίνει στην Τέταρτη Εκλογή την εικόνα του καιρού του, το προαίσθημα μιας νέας πνευματικότητας που σε λίγο καιρό από τότε θα άλλαζε τις τύχες του κόσμου; Ούτε ο Τάκιτος ούτε ο Σουητώνιος, οι πιο μεγάλοι «δημοσιογράφοι» της αυτοκρατορίας, παρά την παρουσία Αυτοκρατόρων και Στρατηγών, Συμβούλων και Προξένων που κοσμούσαν τις σελίδες τους, έφτασαν ποτέ στο σημείο να πλησιάσουν εκείνη την αλήθεια που ένας ποιητής είχε προαισθανθεί. Αυτή η αλήθεια όταν κρύβεται σ’ ένα έργο, δεν είναι ενδιαφέρουσα γιατί μας αποκαλύπτεται γι’ αυτό που είναι, ή γιατί είναι μια ακριβής διάγνωση, ή μια προφητεία που επαληθεύεται, αλλά γιατί δίνει στο έργο μια ένταση που δεν υπήρχε, μια δύναμη, ένα μυστήριο, κάτι καινούριο σε τονισμό και γλώσσα, που εξυψώνουν την ποιότητά του, πολλαπλασιάζουν την αίσθηση και το νόημα, με άλλα λόγια συντρέχουν στην επιτυχία του (αισθητική), και ταυτόχρονα αλλάζουν την άποψή μας για τη λογοτεχνία και την πραγματικότητα.

(*) Από την «Αυγή της Κυριακής», 4/4/2021