Οι μορφές της βίας και η αριστερά
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 10.03.21 ]“...η βία έχει δύο πολύ διαφορετικές μορφές: τη θεσμοποιημένη βία της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και τη βία της αντίστασης που παραμένει παράνομη...”*
-Πάμε να τους γ...ίσουμε, τέλειωσαν, πάμε να τους σκοτώσουμε: οι ιαχές των εκπροσώπων του νόμου και της τάξης είναι χαρακτηριστικές της ύπαρξης του πρώτου σκέλους της βίας, όπως, περίπου, την ορίζει ο Μαρκούζε: “...Υπάρχει μια βία της καταστολής και μια βία της απελευθέρωσης. Υπάρχει μια βία της υπεράσπισης της ζωής και μια βία της επιθετικότητας...”. Η βία της επιθετικότητας που επικαλείται τη θανάτωση του Άλλου, απέναντι στο ζωοποιό, απελευθερωτικό μήνυμα μιας ειρηνικής καταρχάς διαμαρτυρίας κατοίκων, όπως αυτή της Νέας Σμύρνης, δείχνει την κατεύθυνση που λαμβάνει το κράτος τις μέρες της δεξιάς. Όταν οι δυνάμεις της δήθεν Προστασίας του Πολίτη μεταβάλλονται στην πιο σκληρή κατασταλτική μηχανή, ανυπόφορα συνδεμένη με αυταρχισμούς άλλων εποχών, η “αλήθεια” γίνεται ρευστή. Η διάχυσή της μέσα από τους διαύλους της μαζικής ενημέρωσης, μέσα από τα ελεγχόμενα από την κυρίαρχη τάξη ΜΜΕ, επικεντρώνει στα θύματα της μιας πλευράς, όταν μάλιστα οι υποτιθέμενοι “Άλλοι” δεν είναι παρά άγνωστα πρόσωπα, αδιευκρίνιστης προέλευσης, με ακόμα πιο αδιευκρίνιστο ρόλο. Η μαζική, λαϊκή αντι-δράση σπιλώνεται, η δε κυριαρχία του αυταρχικού κράτους εδραιώνεται. Όταν μια μεσοαστική γειτονιά μετατρέπεται σε ρινγκ, τον τόνο δίνει και την ευθύνη έχει ο εκπρόσωπος των από πάνω: τα επαναλαμβανόμενα “ανθρώπινα λάθη”, βλέπε υπέρβαση καθήκοντος των δυνάμεων καταστολής, έχουν πολιτικούς γονείς. Εκείνους που η πολιτική τους κληρονομιά είναι αντίστοιχη: σε κάθε σημείο της γης, σε κάθε, δυτική ή και όχι, χώρα, ο βαθμός του αυταρχισμού είναι ευθέως ανάλογος με το σημείο στο σημείο βρίσκονται οι κυβερνώντες στην κλίμακα δεξιάς – αριστεράς.
Τα βίντεο, τραβηγμένα από πολίτες, που κατακλύζουν το διαδίκτυο χθες και σήμερα, δεν έχουν, φυσικά, θέση στα αστικά ΜΜΕ. Δείχνουν, όμως, ευκρινώς το λόγο για τον οποίο προσφάτως ο πρόεδρος της Γαλλίας, Μανουέλ Μακρόν, έδειξε τόση σπουδή για να περάσει το νομικό πλαίσιο που απαγορεύει τη βιντεοσκόπηση των δυνάμεων καταστολής εν ώρα υπηρεσίας. Οι θάνατοι και οι τραυματισμοί πολιτών κατά την περίοδο των διαμαρτυριών των Κίτρινων Γιλέκων και οι λοιπές ασχημοσύνες της γαλλικής αστυνομίας έδειξαν τα απείρως ελαστικά όρια του νεοδεξιού αυταρχισμού, ο οποίος, αναλόγως του βαθμού της λαϊκής αντίστασης, εντείνεται ή μειώνεται. Όχι πως στις περιόδους της σοσιαλδημοκρατίας εξέλιψε η αστυνομοκρατία. Αλλά οι ενοχές που δημιουργεί η, έστω χαλαρή, διασύνδεση με τα προτάγματα της Αριστεράς αλλάζει τα όρια: όσο δεξιότερα κινούνται οι κυβερνώντες τόσο περισσότερο ταυτίζονται με την καταστολή και τις δυνάμεις τους. Το αδιανόητο του μετασχηματισμού της κοινωνίας προς όφελος των από κάτω, σε συνδυασμό με την ταξική μεροληψία υπέρ των από πάνω, σκληραίνει τις πολιτικές τους.
Σήμερα, τα εν Ελλάδι ΜΜΕ κινούνται στο γνωστό τέμπο, δίνοντας ξανά τον τόνο στο δημόσιο διάλογο: “καταδικάστε τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται”. Ο απλουστευτικός συλλογισμός, που εγγίζει τα όρια της ανοησίας, ευτελίζει τη σκέψη. Καταδικάζει τη διάνοια σε αυτοκατάργηση, εξαφανίζει όλες τις ενδιάμεσες λεπτές αποχρώσεις, επιβάλλει το κοινωνικό άσπρο – μαύρο. Αποτελεί επί της ουσίας την επιτομή του αυταρχισμού: όποιος τολμά να διακρίνει αιτία – αποτελέσματα, όποιος επιχειρεί να στοχαστεί και να αντιδράσει στο τσουβάλιασμα, γίνεται εχθρός της κοινωνικής ειρήνης, διχαστικός, εμφυλιοπολεμικός. Στην παγίδα πέφτουν, εννοείται, και άπαντες/σες οι αριστεροί/ες.
Έτσι, η κατεστημένη τάξη έχει το νόμιμο δικαίωμα να βιαιοπραγεί, δια των, σημειωτέον, χαμηλόμισθων εργατών εκπροσώπων της, προστατεύοντας τον εαυτό της. Η εργατική τάξη καθαυτή όμως όχι, αφού, συχνότατα, αμαυρώνονται, με ύποπτους ή όχι τρόπους, οι αντι-δράσεις της στα επιβαλλόμενα. Κι επειδή το όριο της νομιμότητας καθορίζεται από τα πάνω, “κανένα σύστημα, ακόμη και το πιο φιλελεύθερο δεν μπορεί να νομιμοποιήσει μια βία που θέλει να το ανατρέψει**”, ή έστω, να το μεταβάλει, αφαιρώντας εξουσίες από την κυρίαρχη τάξη.
Η προσταγή, λοιπόν, από τη δεξιά προς την αριστερά για την καταδίκη της βίας “απ’ όπου κι αν προέρχεται”, ως επιφαινόμενο, με την ταυτόχρονη αποσιώπηση της αιτίας της, δεν είναι μοναχά υποκριτική, είναι και βαθιά επικίνδυνη, λειτουργώντας ως προπέτασμα του ζοφερού προσώπου του αυταρχισμού της.
Αν, βεβαία, η αριστερά, με τις απαντήσεις της, βάζει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση ή, αν, διαρκώς αμυνόμενη, καταφάσκει στο κυρίαρχο ισοπεδωτικό αφήγημα, είναι μια μάλλον δυσάρεστη ιστορία, που επαναλαμβάνεται συχνότατα.
*,**Χέρμπερτ Μαρκούζε, Το πρόβλημα της βίας και της εναντίωσης – Το τέλος της Ουτοπίας