Οι μετρίως ζώντες μετρίως πεθαίνουν

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 25.05.18 ]

 

Και για να σοβαρευτούμε.

Κανείς δεν ξέρει τι υπάρχει πίσω απ’ τα σύννεφα. Κανείς, μα κανείς. Χρόνια ολόκληρα έχτιζαν στρέμματα το μέλλον κάτω απ’ τη μύτη μας, ώσπου έφτασε ο καιρός να το μηδενίσουν. Και ποιος άραγε άκουσε κρότο κτιστών και ποιος είδε κουρνιαχτό; Ποιος Προμηθέας μήνυσε; Τελέστηκε το έγκλημα, καθάρισαν, κλείδωσαν, πήραν τα κλειδιά μαζί τους και λάκισαν. Όλος ο τόπος μονομιάς άδειασε από ψυχή -σπαταλημένος από τα κρίματά του- να κρύβει με ψιμύθια τις ρυτίδες του, να λιμάζει για λίγα ψίχουλα ελεημοσύνης, καρφωμένος πάνω στου χρόνου τον σταυρό.

Ο τόπος τούτος σαν κι εμένα γέρασε, που σέρνω τώρα το ζαρωμένο μου σαρκίο στους τέσσερις τοίχους, καρφωμένη πάνω σε τούτο δω το κρεβάτι, δίχως να μπορώ ούτε στον γείτονά μου να δώσω ένα χεράκι όταν με χρειάζεται. Και τι απομένει στ’ αλήθεια άμα χάσεις την ψυχή σου; Αναρωτήθηκες ποτέ; Μια άδεια πανοπλία που περπατάει μοναχή της, ένα σώμα νεκρό στα αζήτητα του νεκροτομείου, για να ασελγήσουν πάνω του, και μετά ίσως ταριχευμένο να το βάλουν και στο μαυσωλείο, πολύτιμο ενθύμιο για τους αρχαιολόγους του μέλλοντος ή τους συλλέκτες των άστεγων ματαιώσεων. Αυτό μένει, κι ένα ποτάμι από ψεύτικα δάκρυα σε διατεταγμένη υπηρεσία πένθους.

Τίποτα δεν θυμόμαστε αλλά και τίποτα δεν έχουμε ξεχάσει ούτε μπορούμε να τα ξεριζώσουμε. Κάνουμε μονάχα πως ξεχνάμε, γιατί η θύμηση πονάει, φρονιμίτης είναι που σφυροκοπά όλη την ώρα τα μηνίγγια μας, και παυσίπονο δεν υπάρχει, όσο κι αν ψάξεις, πουθενά δεν θα βρεις, μόνο τη ζωή σου χαραμίζεις. 

Και η ζωή σου ολάκερη μια παύλα, μια τόση δα γραμμούλα ανάμεσα σε δυο χρονολογίες, χαραγμένη στη λευκότητα κάποιου ψυχρού μαρμάρου, αιώνια απόδειξη της ασήμαντης παρουσίας σου. Οι μετρίως ζώντες, μετρίως πεθαίνουν, χωρίς να ’χουν τσουρουφλιστεί απ’ την αγάπη.

Έτσι, φεύγουμε μια μέρα χωρίς ένα σημάδι μας στον ουρανό, χωρίς πίστη στα θαύματα, χωρίς πελλαμό για να σπάσει το λουρί και να βγούμε απ’ τη δορά μας, χωρίς μια κοπάνα απ’ το σχολείο, χωρίς να έχουμε λύσει, βρε παιδί μου, έστω μια και μόνο φορά στη διαδρομή μας το ζωνάρι, βουλιαγμένοι στη σιωπή και τη μάταιη αναμονή, κρυφοκοιτώντας τη ζωή μέσα από τον φεγγίτη του χρόνου όπως τα παιδιά που παίζουνε κρυφτό, με την ελπίδα να απομείνουμε ανάμνηση σε επίχρυση κορνίζα, ανεπαρκείς κι ανάπηροι σαν τους βαλσαμωμένους για μερικές δεκαετίες ποιητές, μα η ανάμνηση δεν είναι ο παράδεισος που θέλουν μερικοί, απώλεια είναι, απώλεια και ήττα.

Και η ζωή μπορεί να τελειώνει σε ήτα, που έλεγε κι ο ποιητής, αλλά –μην ξεχνάς, μην ξεχνάτε- από ζήτα αρχίζει.

Ζήτα το λοιπόν το αδύνατο. Ζήτα το άχρηστο. Ζήτα το μάταιο. Το αβόλετο –δεν πειράζει- τότε ίσως γεννηθεί το φως για τους καταραμένους. Ζήτα το ελάχιστο –μην εγκαταλείπεις- μόνο αυτό μπορεί να γεννήσει το μέγιστο.