Οι κατά συρροήν αθώοι και η ελπίδα

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 10.01.20 ]

Ούτε ο βαθύψυχος λυγμός δεν προλαβαίνει την κάθε είδους φρίκη που μας κατακλύζει από παντού. Ούτε το καλειδοσκοπικό δάκρυ που μετατρέπει την ιστορία σε εύφορο έδαφος, καθώς «ανακαλούνται οι ποταμοί», όχι για να σημάνουν υποχώρηση, αλλά για να αρδεύσουν κάποια ελπίδα. Είναι όμως αβυσσαλέα πεινασμένη λέαινα η ταξική πραγματικότητα. Λες και σκοτώνει για να πεινάσει περισσότερο. Λες και σκοτώνει, ακριβώς επειδή είναι χορτάτη μέχρι σκασμού. Κι εκεί που ελπίζεις ότι θα σηκωθούν οι λέξεις από τα καταστατικά, δεν μπορεί θα σηκωθούν να βάλουνε φωτιά, σε προλαβαίνει ο θάνατος.

 Για τον λυγμό του Πάμπλο Ιγκλέσιας των Podemos, μόλις σχηματίστηκε Κυβέρνηση στην Ισπανία, Σοσιαλιστών και Αριστεράς, ήθελα να γράψω. Γι’ αυτό το δάκρυ που μας έρχεται από το 1936, περνώντας από τα Καυδιανά δίκρανα μιας ιστορίας βαριάς. Γι’ αυτό το δάκρυ που μέσα του ακόμα σφυρίζουν οι οβίδες του ναζισμού στη Γκουέρνικα, τα 50 χρόνια δικτατορίας του Φράνκο, η «ομοβροντία τα χαράματα» που σκότωσε τον Λόρκα. Γι’ αυτό το δάκρυ που πέρασε από γενιά σε γενιά κι ακόμα κηδεύει τον Ντουρούτι. Γι’ αυτό το δάκρυ της γης και της ελευθερίας. Γι’ αυτό το δάκρυ που περιλαμβάνει και τους δικούς μου νεκρούς. Τον Μπελογιάννη, τον Πλουμπίδη και τον Βίκτορα Χάρα. Τον Λαμπράκη, τον Βελδεμίρη και τον Στηβ Μπίκο.

 Δεν πρόλαβα.

Γιατί δικός μου νεκρός είναι και η γυναίκα που στα 63 χρόνια της πέθανε από το κρύο στην Κέρκυρα. Και το 7χρονο παιδάκι. Και το ζευγάρι των Πακιστανών που πέθαναν προσπαθώντας να ζεσταθούν, σε κάποια τρώγλη του Μεταξουργείου. Βλέπεις κάνει θανατηφόρο κρύο στα υψίπεδα του Μεταξουργείου. Μάλλον διέρρευσε το υγραέριο σού λέει.

 Όχι. Κανένα δάκρυ δεν διέρρευσε. Μονάχα υγραέριο. Και τους σκότωσε, γιατί ήταν γυμνοί. Homo sacer. Ο καθένας μπορεί να τους σκοτώσει ατιμωρητί. Δεν υπάρχει ένοχος. Τους βρήκαν νεκρούς τα παιδιά τους, 11, 17 και 19 χρονών. Διωγμένα παιδιά απ’ όλα τα σχολεία, απ’ όλα τα όνειρα, από ολόκληρο τον χρόνο. Γιατί κάνει κρύο στα υψίπεδα του Μεταξουργείου και τα δάκρυα παγώνουν μέσα στο σώμα. Αυτό είναι ο θάνατος: το δάκρυ που παγώνει μέσα στο σώμα.

 Και ύστερα χρειάζονται αιώνες πολλοί μέσα σε μια στιγμή για να ξεπαγώσει το δάκρυ των ανθρώπων. Στο μεταξύ θα έχουν πεθάνει ακόμα περισσότεροι στον Σκάμανδρο. Στα σαγόνια της θάλασσας, που έλεγε ο Σεφέρης. Τα δικά τους κουφάρια ξεβράζει η θάλασσα στο Αιγαίο, στη Λιβύη, στην Ιταλία, στο Μεταξουργείο, στη Μόρια. Τα δικά τους κουφάρια λιθοβολούν οι κατά συρροήν αθώοι, του Ευρωπαϊκού τρόπου σκέψης και της ελληνικής καθαρότητας σ’ αυτό το ατέλειωτο «τροπάριο για φονιάδες».

 Ξαναβλέπω την φωτογραφία με τον λυγμό του Πάμπλο Ιγκλέσιας. Και μου έρχονται στο νου οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου: «Τώρα το ξέρεις πως έχεις να κλάψεις πολύ ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάσει». Σκέφτομαι ότι μπορεί και να μην κλαίει μονάχα για όσα έγιναν, αλλά και για όσα χρειάζεται να γίνουν. Για τις απώλειες της ομορφιάς. Και με πιάνουν κι εμένα τα κλάματα μπροστά στην ελπίδα (όχι στην αισιοδοξία του ιδεοληπτικού ντετερμινισμού) ενός εγερτηρίου των λέξεων από τα καταστατικά.

Ενός ντουέντε όπως το προσδιόριζε ο μεγάλος Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα την Άνοιξη του 1930: «Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας, αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων»*

*Μετάφραση: Ολυμπία Καράγιωργα