Εάν κάποιος ισχυριζόταν ότι οι Έλληνες δεν ήταν σκλάβοι τω Οθωμανών αλλά συμμετείχαν στη δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα προκαλούσε έκπληξη και ορυμαγδό. Αν κάποιος αναρωτηθεί τι εννοούσε ο Ρήγας όταν μιλούσε για απελευθέρωση από τους "λύκους" "Χριστιανών και Τούρκων" (η διάκριση θρησκευτική) θα αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Αλλά μήπως ήρθε η ώρα να δούμε και να αναστοχαστούμε την πραγματική μας ιστορία χωρίς τις φαλκιδεύσεις που επέβαλε η ανάγκη διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας ενός νεοσύστατου κράτους; Μήπως μια νέα ανάγνωση της ιστορίας θα μας επιτρέψει να ξανασκεφτούμε και να εξηγήσουμε ό,τι συνέβη και ό,τι μας συμβαίνει ακόμη και σήμερα; Μια τέτοια προσπάθεια έκανε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ με το μυθιστόρημα(Τι ζητούν οι βάρβαροι;), όπου αναδεικνύονται οι στρεβλώσεις ενός πραγματικού γεγονότος από τις εμπλεκόμενες βαλκανικές χώρες, αποδεικνύοντας ότι τα ιστορικά «ψεύδη» ήταν αναγκαία για τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης στα νέα έθνη-κράτη. Έχουμε, επίσης, τη μελέτη της Κατερίνας Μυστακίδου, όπου με εμπεριστατωμένο και προσεκτικό τρόπο καταδεικνύεται ότι οι Έλληνες δεν ήταν και τόσο «σκλάβοι» (μία τουλάχιστον μερίδα εξ αυτών) και πως η διαμόρφωση των βαλκανικών κρατών δεν ήταν παρά η διάσπαση του Ορθόδοξου Μιλέτ (το δεύτερο ισχυρότερο από τα έξι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).
Έλληνες και Τούρκοι στον ίδιο ζυγό;
Διαβάζοντας την «Ένδοξη δουλεία» της Κατερίνας Μυστακίδου (εκδόσεις Κέδρος) θυμήθηκα το Βολταίρο που, όταν η Ευρώπη μαστιζόταν από τους θρησκευτικούς πολέμους, έλεγε «Δες τε το μεγάλο Τούρκο. Καλύτερα να έχεις πολλές θρησκείες παρά μία». Ο Βολταίρος αναφερόταν στον τρόπο δόμησης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την αναγνώριση όλων των θρησκειών και την απόδοση σ’ αυτές θρησκευτικών και πολιτικών εξουσιών, έτσι ώστε καμία να μην αποκτήσει τόση ισχύ ώστε να επιχειρήσει να ελέγξει την κεντρική εξουσία. Η Μυστακίδου, συνεπώς, προσεγγίζει τη σχέση Ελλήνων(Ορθοδόξων) και Οθωμανών, ή Ελλάδας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας υπό μία διαφορετική οπτική γωνία από τη στερεότυπη επίσημη εκδοχή. Οι Έλληνες δεν ήταν όλοι δούλοι των Οθωμανών. Αντιθέτως, μία μερίδα τους όπως οι Φαναριώτες ήταν μέρος του κατεστημένου της Υψηλής Πύλης. Πιο συγκεκριμένα, η συγγραφέας παραθέτει στην εισαγωγή της πως «η σχέση Ελλήνων ορθοδόξων και Οθωμανών μουσουλμάνων ήταν αμφίδρομη, αμφίσημη και σαφώς διαφορετική για τους Φαναριώτες απ’ ό,τι για τους Έλληνες υπηκόους της Υψηλής Πύλης –Κωνσταντινουπολίτες, Μικρασιάτες, Πόντιους- και τους Ελλαδίτες». Με άλλα λόγια, υπήρχε μία κοινωνική, οικονομική (και πολιτική) διαστρωμάτωση στα διάφορα μιλέτ και κάθε στρώμα είχε αμφίδρομη σχέση με το ομόλογό του.
Η συνύπαρξη των διαφόρων «μιλέτ» ήταν ειρηνική και το «Ορθόδοξο Ρουμ Μιλλέτ-ι» ήταν το δεύτερο πιο πολυάριθμο μετά το μουσουλμανικό. Αυτό διήρκεσε μέχρι την έναρξη της παρακμής της θεοκρατικής αυτής αυτοκρατορίας, όταν ανεφύει το Ανατολικό Ζήτημα, που δεν ήταν παρά ο τρόπος διαμοιρασμού της από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τη Ρωσία. Τότε η Δύση για τους δικούς της λόγους διαχώρισε την Αυτοκρατορία σε δύο αντιθετικούς πόλους, τους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους. Συνεπώς, «η σύγχρονη Ελλάδα παρακολούθησε τη σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ούσα η ίδια ένα από τα βασικά συνθετικά κομμάτια της». Ακριβώς όπως και η Τουρκία. Μόνο που η ταύτιση των μουσουλμάνων με τους Τούρκους επέφερε στη συλλογική συνείδηση και την ταύτιση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την Τουρκία, η οποία δημιουργήθηκε ουσιαστικά μετά την Μικρασιατική καταστροφή, και αυτοδίκαια θεωρήθηκε κληρονόμος της οθωμανικής κληρονομιάς. Πάνω σ' αυτή την "κληρονομιά" βασίζεται σήμερα η αξίωση της σημερινής ηγεσίας της Τουρκίας για αποκατάσταση του αυτοκρατορικού οθωμανικού εδαφικού πλαισίου!
Υπ’ αυτή την έννοια η συγγραφέας μέμφεται την αποποίηση εκ μέρους της Ελλάδας του οθωμανικού της παρελθόντος, για το γεγονός ότι «δεν ζήτησε ποτέ μερίδιο από την κληρονομιά των Οθωμανών», για την έλλειψη προνοητικότητας στην εθνική μας ιστορία, ώστε βρίσκοντας προσεκτικά τις ισορροπίες να οικειοποιηθεί το μέρος της οθωμανικής κληρονομιάς που της αναλογεί.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι το βιβλίο της Μυστακίδου είναι ανατρεπτικό. Γιατί εδώ δεν έχουμε τους Έλληνες σκλάβους υπό τον οθωμανικό ζυγό αλλά τον Πατριάρχη που είχε άμεση πρόσβαση στον σουλτάνο και τους Οθωμανούς Έλληνες (κατά το αντίστοιχο των Οθωμανών τούρκων ή μουσουλμάνων) που «είχαν πρωτεύοντα ρόλο στη δυναστεία των Οθωμανών και υπηρέτησαν κυρίως τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος». Εν προκειμένω η συγγραφέας αναφέρεται στους Φαναριώτες και «τα υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης» που αποτελούσαν «μέρος του μηχανισμού της Υψηλής Πύλης» (οσποδάροι, υπουργοί Εξωτερικών κ.ά.). Μάλιστα, ακόμη και το 1867 οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης θεωρούσαν και την αυτοκρατορία πατρίδα τους («αγαπώντες δε την εαυτών πατρίδα, δεν δύνανται βεβαίως να μην αγαπώσι την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν, διότι αυτή είναι η πατρίδα των»!).
Η θέση της Μυστακίδου αποτυπώνεται σαφώς και ευκρινώς σε μία υποσημείωση στη σελίδα 20 και 21: «Ανεξάρτητα από το βαθμό συμμετοχής των διαφόρων εθνοτήτων, είτε ως μουσουλμάνοι βεζίρηδες από το Μαυροβούνιο και τη Βουλγαρία είτε ως χριστιανοί Φαναριώτες οσποδάροι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στην εθνική τους ιστορία όλοι οι Βαλκάνιοι τήρησαν την ίδια στάση. Απλώς ανέφεραν τους άξιους συμπατριώτες τους χωρίς να γίνει καμία διασαφήνιση ότι η άρχουσα τάξη των Οθωμανών αποτελούνταν και από τους “υπόδουλους” λαούς»!
Το «υπόδουλοι» τίθεται εντός… εισαγωγικών. Ο «οθωμανικός ζυγός» θεωρείται πλέον τέτοιος και οι χριστιανικοί πληθυσμοί θεωρούνται «υπόδουλοι» από τη στιγμή που η Ρωσία και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις προώθησαν τη διάλυση της φθίνουσας αυτοκρατορίας θεωρώντας τους χριστιανούς ως μέρος της Δύσης (της «προσιτής Ανατολής») και τους μουσουλμάνους, μέρος της απρόσιτης και εχθρικής Ανατολής. Εν άλλοις λόγοις έχουμε σύμφωνα με τη συγγραφέα την πρόκληση ενός θρησκευτικού πολέμου, που καλλιεργήθηκε από τους δυτικούς και στον οποίο βασίσθηκε η δημιουργία των εθνικών χαρακτηριστικών των βαλκανικών χωρών. Δεν είναι τυχαία η άμεση ανεξαρτητοποίηση της Εκκλησίας της Ελλάδας (Αυτοκέφαλη) από το Πατριαρχείο που θεωρούνταν οθωμανικός θεσμός. Αλλά και ο διαχωρισμός των βαλκανικών λαών με βάση τη θρησκεία και τη γλώσσα είναι αμιγώς οθωμανικοί διαχωρισμοί.
Βέβαια, παρά τις διακρίσεις, δεν αναπτύσσεται η διαφορά μεταξύ των Ελλήνων της οθωμανικής «άρχουσας τάξης»(Φαναριωτών) και των «ταλαιπωρημένων μέσων Ελλαδιτών» καθώς και οι σχέσεις τους. Αλλά ούτε και οι διαφορές του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών με την Ελληνική Επανάσταση. Αντιθέτως, αναπτύσσονται οι σχέσεις των Φαναριωτών με τη Ρωσία και η φιλοδοξία των πρώτων «να ηγηθούν μιας ορθόδοξης αυτοκρατορίας η οποία έπρεπε να κληρονομήσει την οθωμανική, χωρίς όμως να αλλάξει τη δομή των βαλκανικών λαών και τη δική τους κυρίαρχη θέση»(Η Μεγάλη Ιδέα χρονολογείται από τον 18οαιώνα). Η εστίαση στους Φαναριώτες εκπληρώνει την υπόθεση εργασίας ότι οι Ελληνο-ορθόδοξοι ήταν μέρος του οθωμανικού συστήματος. Όμως, αποφεύγονται οι γενικεύσεις και επισημαίνονται οι αποχρώσεις, όπως ο ρόλος μέρους των Φαναριωτών στο νεοελληνικό «Διαφωτισμό».
Γενικά, οι ιστορικές αναπροσαρμογές που ακολούθησαν, είχαν ως στόχο την επινόηση της ιστορικής παράδοσης που θα ήταν η «ψυχή», δηλαδή η ιδεολογία που θα λειτουργούσε ως στοιχείο συνοχής του νέου έθνους-κράτους. Ο Δαμιανός Μέγης, το 1864, είναι ο πνευματικός ταγός, που θα ταυτίσει τους Οθωμανούς με του Τούρκους και θα επιχειρήσει να αποδείξει τη συνέχεια της φυλής με ένα άλμα προς το αρχαίο και βυζαντινό παρελθόν. Εξάλλου, η Μεγάλη Ιδέα είναι αυτή που θα συνέχει όλους τους Έλληνες (Φαναριώτες, αστούς Μ. Ασίας και Ελλαδίτες). Εδώ, η ιστορία αρχίζει να αποκτά τις αναγκαίες επινοήσεις για τη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Αλλά έγινε και μία τεράστια «αφαίρεση», καθώς ο «ιστορικός χρόνος» της Ανατολής, δηλαδή ένας ολόκληρος πολιτισμός απωθήθηκε, δαιμονοποιημένος. Τετρακόσια χρόνια έγιναν tabula rasa. Κι έτσι μείναμε μισοί, με τη γλώσσα κάποτε να θυμίζει το παρελθόν και να αναρριπίζει τη μνήμη.
Τι ζητούν οι βάρβαροι;
Το ιστορικό μυθιστόρημα του Δημοσθένη Κούρτοβικ «Τι ζητούν οι βάρβαροι;» βασίζεται σ’ ένα πραγματικό περιστατικό, τον «ματωμένο γάμο», που οι εμπλεκόμενοι βαλκανικοί λαοί αφηγούνται με τρόπο που να εξυπηρετεί τη διαχείριση «της βαλκανικής κληρονομιάς στον σημερινό κόσμο» ή για «την εικόνα που ήθελε να έχει στο εξής η Ευρώπη για το κακόφημο υπογάστριό της», σημειώνει ο Κούρτοβικ. Άρα, η ιστορική αλήθεια είναι η εκδοχή που νικάει (καταβροχθίζοντας) την άλλη, αλλά και η επιβολή μια συγκεκριμένης εικόνας που επιβάλλει το ευρωπαϊκό βλέμμα (αυτή η ισχυρότερη και ευρύτερη πολιτικο-ιδεολογική ηγεμονία και κατ' επέκταση ηγεμονία επί των ιστορικών "αληθειών").
Στα Βαλκάνια, «οι άνθρωποι πνίγονται, πνίγονταν πάντα, φυλακισμένοι σε μια φυσαλίδα του χρόνου που τους καταδικάζει να επαναλαμβάνουν αδιάκοπα τον κύκλο του ίδιου κανιβαλικού δράματος […] το χυμένο αίμα δεν έθρεψε τίποτε άλλο από τα σαπρόφυτα» σημειώνει ο Κούρτοβικ. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι η αποτύπωση της βίωσης της ιστορίας, της εκδοχής της από τις ξεχωριστές βαλκανικές εθνότητες, και η αποκάλυψη της πραγματικής αλήθειας.
Ο Κούρτοβικ προτείνει τον αναστοχασμό (την «κρυσταλλική μνήμη») πάνω στην ιστορία, αρνούμενος τη «ζεστή μνήμη», αυτή που αφηγείται το ιστορικό παρελθόν σαν ζωντανό μύθο. Γιατί η ζεστή μνήμη είναι ύπουλο πράγμα, όπως συμβαίνει με όσους «σβαρνίζουν τους τάφους μας για να σπείρουν καινούργιο σπόρο στο χωράφι τους, αλλά βουλιάζουν μέσα τους»!