Οι Δικές μου Λέξεις

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 18.02.18 ]

Του Σταύρου Λαγκαδιανού (*)

Κοιτάζω το ρολόι. Περιμένω να κοιμηθώ να σταματήσουν οι λέξεις κι οι φθόγγοι να μιλάνε, να βυθιστώ στα βαθιά νερά του σκοταδιού, να δω εικόνες βραδινές, μήπως ξεχάσω την ακατάστατη ζωή μου, να λησμονήσω τα όνειρα που θα έρθουν πονηρά να με ξεγελάσουν πως τάχατες θα ξημερώσει μια άλλη αυγή κι όλα θα τα ξεχάσω

Περιμένω να κοιμηθώ, ο  χρόνος να μην υπάρχει αυτός που μετρώ, και αγωνία και κατήφεια με σκοντάφτει. Να μπω στο μυαλό της νύχτας θαμπός, μες στην ομίχλη γαλάζιος καπνός και λίγα ίχνη.

Περιμένω να κοιμηθώ, λίγο μαρτύριο να γλυτώσω, μιας και το πρωί αναφορά θα δώσω στο δεσμωτήριο της μέρας που θα ξεπληρώσω.

Περιμένω τις λέξεις, τα φωνήεντα, τους φθόγγους μαζί μου στο προσκεφάλι μου να κοιμηθούν μήπως στην ανάπαυλα αυτή, τα όνειρά μου σκεφτούν την σάπια μου ζωή ν’ αλλάξω.

Τι θα μου πει η Λαμπρινή, τι θα μου αρνηθεί η Πόπη; Αυτά να μη μ’ απασχολούν, μα η ουράνια πόρπη και το ανήμερο θεριό, που τρώει την ψυχή μου, αυτό για πάντα μη και στομωθεί και φύγει από τη ζωή μου. Είθε οι ουρανοί να μου δώσουν το μέγα έλεος, χερουβικά Σεραφείμ και φτερά αγγέλων, για να πετάξω μοναχός όπως γεννήθηκα, μοναχός όπως θα πεθάνω, μα λίγο πριν τον άνεμο μιας λευτεριάς ν’ ανασάνω.

                Κλείνω τα μάτια, ό,τι είχα να δω το είδα, πράγματα αποτρόπαια, πράγματα αστραποβόλα που από την νύχτα τους περνούν άρματα τροχήλατα, σύννεφα ροζ βαμμένα. Γράφω τις λέξεις μου τυφλός, λαμπρός, πιο λαμπρός από κι αν είχα μάτια, γράφω για τις μυλόπετρες που αλέθουν στόματα, φιλιά, και βγάζουν χρυσαφένια στάρια.

                Γράφω τις λέξεις μου τυφλός, πιο τυφλός κι απ’ το σκοτάδι, αρμέγω όνειρα χρωματιστά, λαμπηδόνες κοντά σε φανοστάτη. Γράφω τις λέξεις μου τυφλός κι αυτές τον δρόμο ξέρουν, στους ξάστερους χαρωπούς ουρανούς κάθε φαντασμαγορίας.

Γράφω χωρίς να βλέπω τα περιττά. Η περιουσία όλη που μαζεύω ευθύς με οδηγούσε στα ιερά, στα πιστά και τα όσια. Λέξεις σε σελίδες ζεματιστές, χυτήρια ρευστού σιδήρου, που ο κορνιαχτός τις θάβει για να τις βρουν οι γενεές, Πομπηίες παντοτινές. Λέξεις πάνω σε φλούδες πεύκων, κορμών φυλλωδών και μανιφέστων. Λέξεις κραυγές του δάσους νυμφών, παραστρατήματα σατύρων, αμαρτίες,  λέξεις θαλερές ζωής που σφύζει στις θημωνιές.

Γράφω τώρα που δεν βλέπω για όσα γνώρισα και προκαταβολικά με λάβωσαν. Πάνω σε σχέδια της αμμουδιάς το χέρι του ανέμου γράφει ό,τι χάθηκε για να μείνει στερεό, εκεί που η γη όλα τα μεταπλάθει.

         Αχ, να μπορούσα σ’ ένα σεντούκι πειρατικό τις λέξεις όλες να ‘κλεινα μ’ ένα λουκέτο δυνατό και το μεσημέρι με τον ήλιο λοξό κι ένα  καΐκι μαύρο με λευκά πανιά να ξανοιγόμουν στο βυθό να τις ρίξω, σε μυστήρια θαλασσοσπηλιά να ‘μενε και των ανθρώπων την λαλιά να ‘κοβε. Βαρύ το μπαούλο κι ο θησαυρός αμύθητος

                                     Ω, όνειρο ήταν, λαλούν και πάλι οι λέξεις και χοροπηδούν!

 ____________________________________

                (*) Ο Σταύρος Λαγκαδιανός γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Εξάσκησε τη δικηγορία. Έχουν εκδοθεί τα βιβλία του: «Εν-Δυο Κάτω», Εστία 1985, «Απ’ το ένα ως το 31», Εστία 1988, «Μόνο με τον Άνεμο», Νέα Σύνορα 1994, «Τσαλακωμένο φουστάνι», Ίκαρος 2003, κ.ά. Παράλληλα με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε με την καλλιτεχνική φωτογραφία με κύριο θέμα τις ασπρόμαυρες πόζες-εικόνες τσιγγάνων. Έφυγε από τη ζωή στις 31 Ιουλίου 2017.                       

 (Για την αντιγραφή Φοίβος Γκικόπουλος)