Δρόμοι άδειοι. Ελάχιστα αυτοκίνητα. «Όπως στις γιορτές», λέει ο Γ.. Φυσάει. Ένας άστεγος πλησιάζει στο φανάρι. Χωρίς μάσκα, χωρίς γάντια, χωρίς αντισηπτικό. Στο έλεος του κοροναϊού. Γι’ αυτόν δεν ισχύει το «Μένουμε στο σπίτι». Είναι απ’ αυτούς που περισσεύουν. Ο περιττός. Ο «εκτός». Ο απόκληρος.
Φυσάει. Κάποια παράθυρα αυτοκινήτων ανοίγουν. Η αλληλεγγύη βρίσκει χώρο να περάσει, βρίσκει τρόπο να ζεστάνει την ψυχή. Όχι, δεν φυσάει αδιαφορία, μόνο ο βοριάς που περονιάζει το πρόσωπο.
Φθάνουμε μισή ώρα νωρίτερα στο ραντεβού για την αιμοκάθαρση. Μας απολυμαίνουν… Οι γιατροί, οι νοσηλευτές, όλοι στις επάλξεις. Σήμερα τους βλέπω πιο μάχιμους, με καλύτερο ηθικό…
Στην επιστροφή, ο άστεγος είναι εκεί, στο φανάρι λεωφόρου Αλεξάνδρας και Μαυροματαίων. Στην Αριστοτέλους κι άλλος. Στον Κηφισό κι άλλος. Γι’ αυτούς ποιος θα πει, ποιος θα φωνάξει; Ποιος θα μιλήσει και για τους πρόσφυγες, ποιος θα τραγουδήσει και γι' αυτούς το bella ciao;
Κάπου μακριά μου φάνηκε πως είδα ένα αναπηρικό καροτσάκι να κάνει βόλτες αδειανό.
Διαβάζω το μήνυμα του Νίκου. «Να ξηλώσουμε σιγά σιγά και σταθερά το φονικό δίχτυ του εχθρού, που μας γέλασε και μόνο ιούς και μνημόνια μας κέρασε. Πόντο πόντο ως το τέλος.»
Η Vita activa και η vita contemplativa, η πραγματική ζωή και η φανταστική κάποτε ταυτίζονται.
ΓΧΠ