Ο χυλός

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 19.08.20 ]

Μαγείρευε η μάνα. Ο πατέρας στη δουλειά. Σκότωμα όλη μέρα. Ο παππούς κρατούσε το πουγκί σφιχτά. Κουμανταδόρος.

«Πάει και το τελευταίο δόντι, θυγατέρα».

Το κράταγε στην ανοιχτή παλάμη κάτω από τα μάτια της.

Το μεσημέρι σέρβιρε χυλό. Τα παιδιά δεν άγγιξαν τα πιάτα.

«Τρώτε» έκανε η μάνα. Τίποτα αυτά. Ο παππούς έφαγε. Και ο πατέρας. Το σώμα ήθελε τροφή για να δουλεύει. Δεν διάλεγε ποτέ. Ό,τι του έβαζε μπροστά η μάνα τό τρωγε.

Το βράδυ σέρβιρε χυλό.

«θα πεινάσετε και θα φάτε» είπε στα παιδιά. Δεν δοκίμασαν. Έφαγε ο παππούς. Ευχαριστήθηκε. Και ο πατέρας. Δεν ευχαριστήθηκε.

Έγινε ο χυλός και πρωινό και μεσημεριανό και βραδινό και καθημερινό και κυριακάτικο και γιορτινό. Να είναι ευχαριστημένος ο παππούς, ν’ ανοίξει το πουγκί του. Δεν το άνοιξε ποτέ. Και πέρασαν τα χρόνια. Συνήθισαν όλοι στο σπίτι και έτρωγαν δίχως αντιρρήσεις τον χυλό τους.

 Έπειτα πέσανε και τα δικά τους δόντια. Τα μάζευε όλα ο παππούς. Τα δόντια τους βρεθήκαν στο πουγκί του. Αφού είχε πια ρουφήξει τη ζωή τους και κανείς δεν είχε μείνει τον χυλό του να φροντίζει.

Ανήμπορος και νηστικός την Παναγιά θυμήθηκε.

«Λίγο χυλό για μένα Παναγιά μου»

Δεν έβλεπε καλά. Δεν είδε που έγειρε η Παναγία αποσταμένη κι αποκοιμήθηκε στο εικονοστάσι.