Ο χιονάνθρωπος

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 05.01.18 ]

 

Με τον πατέρα μου δεν είχε παίξε γέλασε. Παιδιά στο χωριό, το χιόνι αβάσταχτο σκέπαζε τα σπίτια. Ολημερίς κόβαμε κούτσουρα. Τον είδαμε να έρχεται μ’ ένα τσεκούρι στα χέρια. Πιότερο ψυχρός κι από τον πάγο που έσταζε απ’ τα μάτια του. «Για σήμερα τελειώσαμε» είπε. Εγώ στα δέκα, ο αδελφός μου δυο χρόνια μικρότερος. «Στου Λιονάκη» δεν θα ξαναπάει κανείς σας. Το ακούσατε;» Ο Λιονάκης τρία χρόνια είχε να φανεί στα μέρη μας. Λέγανε πολλά στο χωριό. Για τούτο και για τ’ άλλο.

Το άλλο πρωινό τραβήξαμε για τον απάνω μαχαλά. Να κόψουμε δρόμο, να βγούμε στην ανοιχτωσιά. Ερημιά. Εγώ μπροστά, ο μικρός πίσω. Ο βοριάς τρυπούσε τα κόκαλα. Χειμώνας του ’50. Γενάρης μήνας. Μας τύλιξε η ομίχλη, χάσαμε για λίγο το μονοπάτι, δρασκελίσαμε τον φράχτη του Λιονάκη. Όταν φάνηκε μπροστά μας. Ένας χιονάνθρωπος καρφωμένος στον κορμό μιας οξιάς. Κορμί πελώριο δίχως κεφάλι. Με τα χέρια γυμνά μαζέψαμε χιόνι. Σε λίγο μια άσπρη μπάλα θα θρονιαζόταν πάνω του. Τέτοιο πράγμα δεν είχαμε ματαδεί. Δεν είπαμε τίποτα σε κανέναν. Μέρες κάναμε να βγούμε από το σπίτι. Αυτός, εκεί, μας περίμενε. Ο μικρός βούτηξε στα κρυφά ένα ψάθινο καπέλο του παππού κι εγώ μια παλιά σκούπα. Βρήκαμε κι ένα τρύπιο αμπέχονο του πατέρα από τότε στην Αλβανία. Τον ντύσαμε να μην κρυώνει. Έτσι μόνος κατάμονος. Ούτε μια καμινάδα δεν κάπνιζε στον απάνω μαχαλά. Σιγά σιγά οι πόρτες σφάλισαν για πάντα. Μόνο φαντάσματα τριγυρνούσαν τα βράδια κι ο χιονάνθρωπός μας. Τον ρωτάγαμε διάφορα κι ο μικρός μου αδερφός μετέφραζε λέξη λέξη τις σιωπές του. Μας πρόσταξε να μπούμε στο σπίτι και να βρούμε έναν πράσινο μπερέ, ένα αυτόματο φυλαγμένο σε μια κρύπτη, φυσίγγια, γάζες. «Λοιπόν, αύριο…» είπε. Του τα φέραμε. Κι ένα καρβέλι ψωμί. Ελιές, νερό στον γυλιό.

Έμπαινε η άνοιξη. Ο ήλιος σήκωνε το χιόνι. Μια μέρα τα ράμφη των πουλιών είχαν πάρει σπυρί σπυρί τα παγωμένα μάτια του. Την άλλη, το χαμόγελο έσβησε με μιάς από τα χείλη του. Λιώσανε τ’ αυτιά του. Εγώ τότες έλιωσα στον πυρετό κι έμεινα στο σπίτι. Ο αδερφός μου αργότερα μου είπε πως τον είδε, λέει, να χάνεται στο δάσος μ’ ένα βήμα κουτσό. Δίχως κεφάλι. Δίχως χέρια. Με το αμπέχονο ριγμένο στους άδειους ώμους. Στον πατέρα δεν φανερώσαμε τίποτα. Ούτε και μάθαμε τι απόγινε ο χιονάνθρωπός μας. Οι γειτόνοι λέγανε πως ο Λιονάκης που έμενε απέναντι τράβηξε κατά πάνω. Μαζί με τόσους άλλους. Όταν κλείσανε τα σύνορα κι απαγορέψανε τα θαύματα.

Μεγάλωσα, έφυγα από το χωριό. Κατέβηκα στην πρωτεύουσα. Έπιασα δουλειά. Δεν έχει άλλο να δεις εκεί. Κλείσανε τα σπίτια, θαρρείς και δεν γίνανε πράγματα ποτές. Τα βράδια του χειμώνα, ψήνω κάστανα στη φωτιά και λέω ιστορίες στα εγγόνια μου. Από τα χρόνια εκείνα. Μα πιότερο τους αρέσει η ιστορία με τον χιονάνθρωπο. Το έμαθα καλά. Το χιόνι της άνοιξης εύκολα δεν λιώνει.