Ο φιλαναγνώστης Νίκος Ξανθόπουλος
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 24.01.23 ]Και για να έχουμε καλό ρώτημα, μήπως είναι ελαφρώς υπερβολικός ο θόρυβος για την φιλαναγνωσία και την πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη του Νίκου Ξανθόπουλου; Μήπως είμαστε υπερβολικά προσκολλημένοι στον παγιωμένο ιδεότυπο του «λαϊκού ανθρώπου»; Έχω την αίσθηση (ας αφήσω κατά μέρος την λέξη βεβαιότητα), ότι αυτή η υπερβολή, στον πυρήνα της είναι προσβλητική και για τον θανόντα και για τον περίφημο «λαϊκό άνθρωπο».
Ο Νίκος Ξανθόπουλος, μέσα από μύριους, πολύπλοκους κοινωνικούς, πολιτικούς, φαντασιακούς και ταξικούς αυτοματισμούς, δεν αντιμετωπίσθηκε ως υπόδειγμα κατάρριψης των ιδεοληψιών περί τον «απλό άνθρωπο» που «δεν καταλαβαίνει» και πρέπει να έρθει το κάθε τηλεοπτικό έμεσμα για να του τα κάνει λιανά, δεν αντιμετωπίσθηκε ως φυσική κατάσταση του κάθε ανθρώπου, αλλά αντιμετωπίσθηκε συντηρητικά. Ως εξαίρεση. Για να μην πω ως μια «παράξενη» περίπτωση γραφικότητας.
«Παν το πολύ τη φύσει πολέμιον», είναι η κληρονομιά του Ιπποκράτη. Το ίδιο ισχύει και στον γενικευμένο θρηνητικό έπαινο για τον Νίκο Ξανθόπουλο. Αν ομνύουμε στο ότι ο άνθρωπος «φύσει του ειδέναι ορέγεται», τότε πρέπει να συμφωνήσουμε ότι δεν υπάρχουν, εδώ, εξαιρέσεις. Στην αντίθετη όχθη ο Μητσοτάκης έχει πει ότι «δεν μπορεί και δεν πρέπει να πάνε όλοι στο Πανεπιστήμιο». Μπα; Ποιος είναι αυτός που χρίζει τον εαυτό του υπέρτατο κριτή διαλογής ανθρώπινων πλασμάτων σ' ένα μεταμοντέρνο Άουσβιτς; Ποιος είναι αυτός που απονέμει όχι απλώς το φυσικό δικαίωμα, αλλά, κυριολεκτικώς, το δικαίωμα συμμετοχής στην ανθρώπινη κατάσταση;
Γιατί λοιπόν είναι «άξιος» εκκωφαντικού επαίνου για την «λαϊκή ανθρωπιά» του ο Νίκος Ξανθόπουλος και δεν είναι εκκωφαντικά ανάξιος για τον ταξικό ντετερμινισμό του ο Μητσοτάκης;
Το ολιγότερο επισκέψιμο μέρος της Βουλής από τους βουλευτές είναι η βιβλιοθήκη της και το αναγνωστήριο (ακόμα περισσότερο). Αυτό γιατί δεν είναι είδηση; Γιατί δεν είναι είδηση η απουσία βιβλιοθηκών στα σπίτια βουλευτών (των Νομοθετών του Έθνους!), υπουργών και άλλων υποκειμένων που «τα λένε απλά για να καταλάβει ο απλός κόσμος». Γιατί δεν υπάρχει ο δημόσιος και εκκωφαντικός ψόγος;
Γιατί όλοι είμαστε χειραγωγημένοι από τον ίδιο συντηρητικό προσανατολισμό. Και γιατί η σύγχρονη Αριστερά, σε όλες τις εκδοχές της, είναι μακριά νυχτωμένη από το νόημα της κουλτούρας. Από την βαθιά οδύνη της και τον καημό της. Και από την τεράστια ομορφιά, την λαϊκή συμπερίληψη και την επαναστατικότητά της.
Είναι ωραίο, βέβαια που το ΚΚΕ έκανε την μεγαλειώδη συναυλία για τον Σταύρο Ξαρχάκο. Είναι ωραίο που ο Αλέξης Τσίπρας την μια μέρα πήγε στον Δημήτρη Παπαϊωάννου και την επόμενη μιλούσε στους συνταξιούχους, σε καφενείο, στο Αιγάλεω. Είναι όμως εξαιρετικά συντηρητικό που κανένας τους δεν ένιωσε (ναι: ένιωσε) την ανάγκη να πατήσει το πόδι του στην κατάληψη των σπουδαστών στην Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, του ΚΘΒΕ, στο ΔΗΠΕΘΕ Πατρών.
Τι πιο λαϊκό από το να βρεθείς με παιδιά που αγωνίζονται ανταλλάσσοντας μεταξύ τους (δηλαδή δημιουργώντας γλώσσα), τις λέξεις της ζωής που ονειρεύονται, που αγωνίζονται διαβάζοντας ποιήματά τους και γίνονται ποιήματα τα ίδια. Τι πιο λαϊκό από τον τίτλο ενός θεατρικού έργου της Λούλας Αναγνωστάκη που γίνεται σύνθημα και λάβαρο και έρωτας και φιλιά και τραγούδια και προσήλωση σε κάτι αδιαπραγμάτευτο που δεν λέγεται με λόγια παρά μονάχα με το σαράκι της Τέχνης. Αυτό το λαϊκό δικαίωμα, γιατί είναι η φυσική ικανότητα όλων στην κατανόηση του καθ' όλου κόσμου με το τρόπο της Τέχνης.
Αυτή είναι η λαϊκότητα της βιβλιοθήκης του Νίκου Ξανθόπουλου που χλευάσθηκε ως «παιδί του λαού» ζωντανός και τώρα, νεκρός, ξαναχλευάζεται ως εξωτική περίπτωση.
Η δεξιά Παιδεία τόσων δεκαετιών έκανε βαρειά δουλειά. Όλοι παιδιά της είμαστε. Γι' αυτό ακριβώς, δεν βλέπουμε το πρόσωπο του τέρατος. Που μπορεί να είμαστε κι εμείς οι ίδιοι.
Αντίο αγαπητέ Νίκο. Εύχομαι και στο στερέωμα να είσαι τόσο στέρεος όσο και στις ταινίες σου.