Υποθέτω ότι όλος ο αβρός κόσμος ο εκκλησιαζόμενος εις τον Άγιον Γεώργιον τον Καρύτση θα έβλεπε συχνά την ηλιθίαν φυσιογνωμίαν του υπηρέτου της εκκλησίας την οποίαν μισοεσκέπαζε κάτω των ώτων ένα ημίψιλον ιστορικόν για τους γρόνθους των αγυιοπαίδων τους οποίους εδέχετο, γρόνθους αφήσαντες επάνω του βαθύτατα ίχνη.
Ο ατυχής Νικόλας, γνωστοτάτη προσωπικότης, και αυτός είναι πλέον μακαρίτης. Προ ολίγον ημερών τον έβγαλαν επί κραββάτου από την οπισθίαν αυλήν του ναού όπου ευρέθη ένα πρωί ξαπλωμένος εν νεκρική ακινησία. Και όταν είδον τέσσαρας λούστρους να σηκώνουν το παράδοξον εκείνο φορτίον, σας βεβαιώ ότι εφώναξα εκ βάθους ψυχής δια τον φερόμενον:
-Τι ευτυχισμένος!
Και ήτο αλήθεια ευτυχισμένος ο γείτονάς μου ο Νικόλας από την στιγμήν που έπαυσε να νοιώθη τις καρυδιές των παιδιών επί του πολυπαθούς ημιψήλου του. Είχε το ευτύχημα να είναι τρελλός, αλλ’ από τους τρελλούς που δεν πειράζουν κανένα και μόνον πειράζονται από τους άλλους.
Όταν έπαιρνε την μακράν του σκούπαν και άρχιζε να σαρώνη όλα τα πεζοδρόμια της γειτονιάς –αυτή ήτο η μονομανία του- οι λούστροι και τα μαθητούδια των δημοτικών σχολείων τον ετριγύριζον ρίπτοντες βλέμματα πόθου εις το κλασικόν του ημίψηλον. Και μετ’ ολίγον ηκούοντο κρότοι σπαρακτικοί. Τα χέρια των μικρών κατέπιπτον με όλην την ορμήν εις το καπέλλο του τρελλού. Το καπέλλο κατήρχετο πολύ χαμηλά από την αιφνιδίαν πίεσιν, σχεδόν του εσκέπαζε το πρόσωπον, και ο ατυχής άνθρωπος άρχιζε να κλαίη. Και ο θρήνος εκείνος ήτο το μέγα παράπονον του αδυνάτου. Ήτο το παράπονον του τρελλού κατά της κοινωνίας η οποία τον εβασάνιζε, κατά της πολιτείας η οποία δεν εμπόδιζε την κοινωνίαν να τον βασανίζη.
Και αυτός ο θρήνος ο βραχνόφωνος ηκούετο κάθ ημέραν εκεί γύρω του ναού, θρήνος ενός γέρου τον οποίον ετυραννούσε μυρμηγκιά μικρών παιδιών.
Με τον ατυχή άνθρωπον με είχε συνδέση τραγικωτάτη ανάμνησις. Όταν απέθανεν ο Βιζυηνός τον έφεραν από το φρενοκομείον την νύκτα εις τον ναόν του αγίου Γεωργίου και τον άφησαν εκεί σε μια γωνιά, έρημον, συντροφευόμενον μόνον από την λαμπάδα που έρριχνεν ανησύχους λάμψεις εις το φέρετρον, και εγέμιζε με κινουμένας σκιάς το βάθος του ναού.
Ολίγους ψυχικούς σεισμούς έχω αισθανθή ωσάν εκείνον που μας έφερεν η θέα του ποιητού, νεκρού και παντερήμου μέσα εις την εκκλησίαν φρικωδώς αγνώριστον, μετά τεσσάρων ετών βάσανον εντός των τοίχων του φρενοκομείου, του πολυθρήνητου τραγουδιστού των «Ατθίδων αυρών». Ενώ δε εκυττάζαμεν άφωνοι εγώ κι ένας συνάδελφός μου τον Βιζυηνόν καταμόναχον μέσα εις την εμπνέουσαν ρίγη νυκτερινήν ερημίαν του ναού, επρόβαλον δύο υαλώδεις οφθαλμοί από το σκότος, και μετ’ ολίγον η λαμπάς του φερέτρου εφώτισεν εμπρός μας έναν άνθρωπον αλλόκοτον. Ήτο ο τρελλός υπηρέτης της εκκλησίας. Ο τρελλός αυτός εσυντρόφευεν όλην την νύκτα τον Βιζυηνόν…
*Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ 13/4/1898, τίτλος: «Ένας που εσώθη» (Ζαχαρίας Παπαντωνίου)-έρευνα artinews.gr