Ο σούπερμαν με τη μαύρη μπέρτα

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 02.03.20 ]

Στη μνήμη του Γιάννη Μπεχράκη

 Εκείνο το καλοκαίρι δεν ήταν καλοκαίρι. Εδώ πάνω έβρεχε βδομάδες ολόκληρες. Λες και ο Θεός ξέχασε ανοιχτές τις βρύσες τ’ ουρανού. Κι ένας στρατός από κάμπιες προχωρούσε σιωπηλός.

Λίγο ακόμα, λέγανε. Λίγο ακόμα.

Σκεφτόμουν τους δικούς μου. Τον προπάππου τον Φιλοκτήτη και τη γιαγιά μου, την Ξάκω. Πάνε χρόνια που φύγανε. Η Ξάκω πρώτη. Ο Φιλοκτήτης αργότερα. Κι απόμεινα εγώ, με μια κάμερα στο χέρι, πουθενά να μην μπορώ να στεριώσω. Πεθαίνουν κάποτε κι οι λέξεις, έλεγε ο προπάππους –εκατό πατημένα. Δάσκαλος κάποτε της Αναξαγόρειας Σχολής στα Βουρλά, με χίλιους μαθητές παρακαλώ. Κι όταν οι λέξεις ψυχομαχούν και οι φωνές άηχες από το στόμα βγαίνουν, τα λόγια ψεύτικα ακούγονται και το βλέμμα μια συνήθεια θανατηφόρα, μπολιασμένο με μπόλικη ματαιότητα.

Λίγο ακόμα, λέγανε. Λίγο ακόμα.

Χθες είδα τον Αινεία. Κουβάλαγε στους ώμους τον ογδοντάχρονο πατέρα του, τον Αγχίση, να τον φυγαδεύσει έξω από την Τροία. Τρεις χιλιάδες χρόνια πέρασαν κι αυτός εκεί. Πεισματάρης. Θα τον σώσω, έλεγε, θα τον σώσω. Αλήθεια σας λέω. Αυτός ήταν. Του μίλησα. Ξέρεις, μου είπε, εδώ που βρίσκεσαι, ο πατέρας γίνεται γιος και ο γιος πατέρας. Μου ζήτησε τσιγάρο.

Στις ειδήσεις λένε, όλο αυτό είναι κακοφωνία για τον τόπο. Κακοφωνία που δεν είναι και τόσο κακό να σβηστεί από τον χάρτη. Μαθητής στο σχολείο πήρα δυο μέρες αποβολή. Απειλούσαν και με αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος. Στο διάλειμμα άναψα τσιγάρο και με την καύτρα έκαψα τον χάρτη. Τρύπες, παντού τρύπες. Πήρα σκούπα και φαράσι από την καθαρίστρια. Και μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Σαν αυτή που ντύνει ολόκληρο τούτο το σώμα.  

Λίγο ακόμα, λέγανε. Λίγο ακόμα.

Ήταν η στιγμή που η παράσταση κορυφώθηκε. Η στιγμή που μέρες περίμενα. Τα χέρια μου έτρεμαν. Τα μάτια μου θολά από τα νερά της βροχής. Σχεδόν δεν έβλεπα μπροστά μου. Έκανα τις τελευταίες ρυθμίσεις. Ο φακός ήταν ξαφνικά τα μάτια μου. Το βουητό της βροχής δυνάμωνε. Η υγρασία τρυπούσε τη μύτη μου. Άνοιξα το στόμα να ξεδιψάσω.

Λίγο ακόμα, λέγανε. Λίγο ακόμα.

Δυο σώματα που διασταυρώνονταν. Το μοναδικό κέντρο της δράσης όπου το θέμα και η εικόνα συναντιούνται. 1/500 του δευτερολέπτου. Αυτό είναι! είπα. Να δω τις σταγόνες προτού χαθούν. Ένα ελάχιστο κομμάτι χώρου και χρόνου στο κάδρο για να εισβάλει μέσα η πραγματικότητα. Πόσο άραγε διαρκεί μια σταγόνα; Πόσο διαρκεί μια μετέωρη στιγμή; Άκουγα για ώρα το κατακάθι της φωνής μου που έκανε βουτιά στην απώλεια. Ο σούπερμαν με τη μαύρη μπέρτα σώζει όλα τα παιδιά του κόσμου, έλεγα. Πάντα θα υπάρχει ένας ήρωας για τους κυνηγημένους. Και χαμογελούσα.

Σταμάτησε η βροχή. Λίγες στάλες κυλούν ακόμα από την πλαστική σακούλα. Ο άντρας γελάει. Σκύβει και φιλά το παιδί. Κάτι ψιθυρίζει. Το παιδί ονειρεύεται ότι βρίσκεται στα χέρια του σούπερμαν.  Αφήνω το βλέμμα μου στη βρεγμένη άσφαλτο και φεύγω.  

Λίγο ακόμα, λέγανε. Λίγο ακόμα. Ξημερώνει.