Ο σεξισμός ως πολιτική ορθότητα
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 23.06.20 ]Η ηγεμονία του κυρίαρχου συστημικού πατριαρχικού Λόγου πιστοποιείται και επικυρώνεται όταν τούτος εκλαμβάνεται ως, τρόπον τινά, πολιτική ορθότητα: δεν ενοχλεί καμιά/κανέναν, δεν εγείρει αντιδράσεις, ή (και) εκλαμβάνεται ως επιτρεπτός μετωνυμικός αστεϊσμός. Η δε αδιαμφισβήτητη κανονικότητά του δεν σηκώνει αντιρρήσεις, ούτε καν σε επίπεδο συζητήσεων. Σαρώνει τη διάνοια, σκοταδιστικά. Στη δημόσια σφαίρα, η γυναίκα είναι ό,τι τούτος ο Λόγος καταδείξει.
Ο συνηθέστερος τρόπος να διαχέονται σεξιστικού τύπου στερεότυπα στο κοινωνικό σώμα είναι τα τηλεοπτικά στόρι, οι αφηγήσεις, είτε αφορούν διαφημίσεις προϊόντων είτε σίριαλ κ.ο.κ. Τα έμφυλα στερεότυπα πάνε κι έρχονται, με διαβαθμίσεις έντασης. Από την μοντέρνα “δούλα και κυρά“, που ανοίγει φύλο με αρωγό, για να μαθαίνει, βεβαίως βεβαίως, την κόρη της, ως την “π...να” με το βιτριόλι, η αναπαραγωγή της βιαιότητας της πατριαρχίας, που ορίζει και καθορίζει ρόλους και ζωές, είναι εδώ.
Η υπόθεση είναι προφανώς πολιτική, αγγίζει δε όλο το φάσμα. Αν για τη δεξιά τα προωθούμενα από το σύστημα γυναικεία πρότυπα εντάσσονται στα ταυτοτικά της χαρακτηριστικά, σεξιστικά ολισθήματα βαραίνουν και την αριστερά.
Μετά το περιβόητο σποτ της Πολιτικής Προστασίας, του σώφρονος ανδρός (Χρήστος Λούλης) με την άμυαλη γυναίκα στο πλευρό του, ένα ακόμα έρχεται να συμπληρώσει τη μεγάλη εικόνα του σεξισμού.
Στο, κατά τα άλλα επιτυχές, σποτ του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τα ΜΜΕ, μία ακόμα χαρίεσσα ξανθιά, εδώ, βλέπει το χρήμα να πέφτει ακκιζόμενη, δίχως να αντιδρά. Η επιλογή γυναίκας, για την κατάδειξη της διαφθοράς στα ΜΜΕ, σε έναν επαγγελματικό χώρο όπου οι γυναίκες σε θέσεις ευθύνης σπανίζουν, κρίνεται ατυχέστατη, αφού η στερεοτυπική αναπαραγωγή του σεξιστικού προτύπου είναι καταφανής.
Αλλά το σπουδαιότερο δεν είναι η καθαυτή ύπαρξη του σεξισμού: είναι πως σε τούτη ουδεμία/δείς αντέδρασε. Κι ενώ το ίδιο το σποτ κατακρίθηκε από πολλούς για άλλα, η έμφυλη διάσταση θεωρήθηκε πολιτικώς ορθή. Καμία γυναίκα, καμία γυναικεία συλλογικότητα, εντός ή εκτός του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έδειξε να ενοχλείται, ούτε καν να το παρατηρεί ως αντικανονικό.
Η εμπεδωμένη πατριαρχία, με όλα τα συμπαρομαρτούντα, είναι εδώ. Η χωρίς αντίδραση κατάποση μιας τέτοιας “λεπτομέρειας” ενισχύει τη συστημική βία εναντίον της οποίας κάθε γυναίκα παλεύει κατά μόνας: οι γυναίκες «δεν έχουν σαν τους προλετάριους μια ενότητα εργασίας και συμφερόντων», «ζουν κατεσπαρμένες ανάμεσα στους άνδρες». Επιπλέον, «ο δεσμός που ενώνει τη γυναίκα με τους καταπιεστές της δεν συγκρίνεται με κανέναν άλλον», λέει η Μποβουάρ στο «Δεύτερο Φύλο». Όταν εξουσιαστής είναι ο σύντροφος, ο εραστής, ο αδελφός, είναι προφανές πως ο αγώνας γίνεται αδυσώπητη καθημερινή διαπάλη, συναισθηματικά αφόρητη.
Οφείλουμε, όμως, να καταγγέλλουμε. Με κάθε κόστος.