Ο Ρομά, ο Τσιγγάνος, ο Γύφτος είναι Άνθρωποι σαν κι εμάς
[ Κώστας Κάππας / Ελλάδα / 08.04.23 ]Τους αποκαλούμε Ρομά, Τσιγγάνους, Γύφτους, ανάλογα με την Παιδεία μας. Οι περισσότεροι τους έχουμε στο θυμικό μας σας μαυριδερές φιγούρες. Όχι ιδιαίτερα καθαροί, σίγουρα πονηροί και απατεώνες, ενίοτε επαίτες. Το ντεκόρ στην φαντασία μας είναι πολύχρωμες μακριές φούστες, τσαντίρια, ένα σωρό σιδηρικά, χαλιά, καλάθια και …μασιές για ξεψάχνισμα κάδων απορριμμάτων. Αλήθεια, έχει κάποιος από εμάς έναν, έστω έναν, Ρομά φίλο, έστω γνωστό;
Μπείτε στην θέση ενός από αυτούς...
Ο Μπαχτί, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ακολουθεί τον πατέρα του, με καυτό ήλιο και με χιόνια, να μαζεύει παλιοσίδερα από τους κάδους στις γειτονιές των μπαλαμών. Πήγε 3 τάξεις στο δημοτικό, όμως το “τσιγγάνικο έθιμο”, η κοροϊδία και η απέχθεια των λευκών παιδιών στην τάξη και ο πατέρας που ήθελε βοηθό στο μεροκάματο, δεν τον άφησαν να πάει πιο πάνω. Και ήθελε να γίνει δάσκαλος!
Ο Μάκης πέρασε στο Γυμνάσιο, γιατί η μάνα του όρθωσε το ανάστημά της και δεν στράβωσαν τα πράγματα στο σπίτι. Είναι αντράκι και αρχίζει και γλυκοκοιτάζει τις ξένες, τις μπαλαμές. Εκεί όμως στράβωσε και στράβωσε πολύ. Όχι μόνο δεν έκανε σχέση, αλλά μαζί με την χυλόπιτα “πληροφορήθηκε” από αυτές ότι είναι βρώμικος, τρώει με τα χέρια, αποπατεί στα χωράφια και γενικά ντρέπονται να τους δει ο κόσμος μαζί του. Η μάνα τον παρηγόρησε ότι σύντομα θα του βρουν νύφη από την φυλή του, πιο όμορφη από τις ξεδιάντροπες που τον απέρριψαν...
Ο Βασίλης μένει 300 μέτρα όλα κι’ όλα, από τον σταθμό του Ηλεκτρικού στον Περισσό. Η δουλειά του είναι σε μια βιοτεχνία υποδημάτων στην Καλλιθέα, στον σταθμό μπροστά. Τον βόλευε τέλεια το τραίνο, αλλά το πήρε μία και μοναδική φορά. Όλα συνέβησαν εκείνη την ημέρα. Παρ’ όλη την ανθρωποπλημμύρα στις επτάμισυ το πρωί, ώρα αιχμής, κανείς δεν στριμώχτηκε κοντά του. Υπήρχε κυκλικό κενό γύρω του, σαν υγειονομική ζώνη. Κάποιες γριές τον κοίταζαν και έσφιγγαν, χωρίς να το κρύβουν, την τσάντα τους. Οι άντρες τον παρατηρούσαν από πάνω μέχρι κάτω, λες και ήταν εξωγήινος. Το χειρότερο, ένας αστυφύλακας στο σχόλασμα, στον γυρισμό, μέσα στο βαγόνι, του έριξε ένα εχθρικό βλέμμα και στάθηκε δίπλα του, σηκώνοντας το ανάστημά του σαν να έλεγε “εδώ είμαι πολίτες, δεν θα τολμήσει να σας πειράξει αυτός!”. Από την επόμενη μέρα, άρχισε να πηγαίνει με την μηχανή στην δουλειά, ακολουθώντας παράλληλα και κολλητά την γραμμή του ηλεκτρικού…
Η Βάγια βοηθά την μάνα της στις δουλειές του σπιτιού. Θα την παντρέψουν. Τέλος.
Ο Νικόλας τελειώνοντας με άριστα την Α’ και Β’ Λυκείου, άρχισε να ονειρεύεται να γίνει γιατρός ή δικηγόρος. Τα πικρόχολα σχόλια από την παρέα έπεσαν σύννεφο: Ποιος καθηγητής θα σε περάσει στο μάθημά του; Στις εξετάσεις των μαθημάτων της Σχολής σου όλοι οι επιτηρητές θα είναι πάνω από το δικό σου το κεφάλι και θα ψάχνουν αφορμή να σου πάρουν την κόλλα! Ποια γυναίκα ακόμη και μισοπεθαμένη, θα αφήσει ένα γιατρό - γύφτο να της ψαχουλεύει την κοιλιά; Ποιος κατηγορούμενος θα πάρει τσιγγάνο για δικηγόρο; Οι δικαστές θα τον καταδικάσουν μόνο και μόνο γιατί τους πρόσβαλλε με το να φέρει τον γύφτο να αντιπαρατεθεί μαζί τους! Το σκέφτεται ακόμη ο Νικόλας, αλλά βλέπει ότι μάλλον θα είναι πιο φρόνιμο να ανοίξει μαγαζί στην γειτονιά του.
Μένοντας λίγο ακόμη στην θέση των Μπαχτί, Μάκη, Βασίλη, Βάγια και Νικόλα (παρόμοια πιστέψτε με, με χιλιάδες άλλους), θα συμφωνήσετε πιστεύω ότι ο λευκός περίγυρος κάνει τα πάντα “να ξανασπρώξει πίσω στο μαντρί” όλα τα απολωλότα πρόβατα που θέλουν να ξεφύγουν από αυτό. Το μόνο που τους επιτρέπεται, εκτός του τσιγγάνικου γκέτο, είναι το ψιλο-εμπόριο, εποχικές αγροτικές εργασίες και η ανακύκλωση.
Είναι νόμος της κοινωνίας:
Όπου υπάρχει ευρεία διασπορά μιας μειονότητας μέσα σε έναν πληθυσμό, όπου δεν δημιουργείται γκέτο, μειώνεται σημαντικά η εγκληματικότητα την οποία γεννά η φτώχεια, συχνά η απόλυτη φτώχεια.
Ο απελπισμένος μπορεί να κλέψει για να ταΐσει το παιδί του, αλλά μέχρι εκεί. Δεν θα δικτυωθεί εύκολα με ανθρώπους σαν και αυτόν, δεν θα ανεβάσει επίπεδο εγκληματικότητας, θα προσαρμοστεί και θα ακολουθήσει λίγο – πολύ τους κανόνες της κοινωνίας στην οποία εντάχθηκε.
Αντίθετα, όπου η ντόπια κοινωνία απομόνωσε κάποια μειονότητα και την “μάντρωσε” σε γκέτο, η μειονότητα ταμπουρώθηκε, σάπισε σε μεγάλο βαθμό, η εγκληματικότητα θέριεψε και πολλοί που δεν θα διάλεγαν αυτόν τον δρόμο, υποχρεώθηκαν από τους ίδιους τους ομόφυλούς τους (και από την κάθετη απόρριψη των απέξω) να τον ακολουθήσουν.
Αυτό μας διδάσκει η ιστορία των ελλήνων στις ΗΠΑ στις αρχές του 20 αιώνα: Υπήρξε η πιο εγκληματική μειονότητα της Αμερικής, μακράν χειρότερη της δεύτερης, της ιταλικής. Παρόμοια κατάσταση μεταγενέστερα για τις παροικίες - γκέτο των ιταλών, ιρλανδών, πορτορικανών, μαύρων και πολλών άλλων στις ΗΠΑ, για όσους κατάγονται από τις χώρες του Μαγκρέμπ (Μαρόκο, Αλγερία και Τυνησία) σε μεγάλους δήμους στο Βόρειο Παρίσι, για τους μετανάστες στην Δανία (22 επίσημα γκέτο για μη-ευρωπαίους πολίτες) αλλά και στο Νοτιοανατολικό Λονδίνο και σε όλες τις μεγαλουπόλεις του κόσμου.
Ας μην υποκύψουμε στο δηλητήριο της ακροδεξιάς περί “εγκληματικής φυλής που δεν έχει τίποτα κοινό με την ευγενές γένος των ελλήνων”. Ας μην επικεντρωθούμε στην μικρή μειοψηφία των Ρομά που μέσα από νόμιμες ή παράνομες δραστηριότητες ζει πλουσιοπάροχα. Ας μην καταφύγουμε στην εύκολη επωδό “το κράτος έκανε ότι μπορούσε αλλά είναι στο DNA τους ο νομαδισμός, στους ίδιους αρέσει να ζουν έτσι”. Ας δούμε σοβαρά και ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ το πρόβλημα της ένταξής τους, όπως οι ίδιοι το ζητούν επίμονα είτε ατομικά μπροστά από το αντίσκηνό τους, είτε ομαδικά μέσα από την Πανελλαδική Συνομοσπονδία Ελλήνων Ρομά “ΕΛΛΑΝ ΠΑΣΣΕ”.
Δεν υπάρχει παράδειγμα στην Ιστορία, όπου άνθρωποι ζουν ευτυχισμένοι όταν οι Άλλοι τους αποφεύγουν με τον φόβο και την αηδία στα μάτια τους και οι ίδιοι επιζούν χωρίς φως, θέρμανση, τρεχούμενο νερό και καταφεύγουν για την ανάγκη τους στα λαγκάδια. Πιστέψτε με.