«Tόσες φορές στη ζωή μου, η πραγματικότητα με είχε απογοητεύσει, γιατί τη στιγμή που την συνελάμβανα, η φαντασία μου, που ήταν το μόνο όργανό μου για να χαρώ την ομορφιά, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της, σύμφωνα με τον αδήριτο νόμο που λέει πως δεν μπορεί κανείς να φαντάζεται παρά μόνον αυτό που είναι απόν. Και να που ξαφνικά το αποτέλεσμα αυτού τού σκληρού νόμου βρέθηκε εξουδετερωμένο, από ένα υπέροχο τέχνασμα τής φύσης, που έκανε να φαντάζει μια αίσθηση - ο θόρυβος τού πηρουνιού και τού σφυριού, ο ίδιος τίτλος βιβλίου κ.λ.π. -ταυτοχρόνως στο παρελθόν, πράγμα που επέτρεπε στη φαντασία μου να το γευτεί, και στο παρόν, όπου η πραγματική ενεργοποίηση των αισθήσεών μου από τον θόρυβο, την επαφή με το ύφασμα κ.λ.π. είχε προσθέσει στα όνειρα τής φαντασίας αυτό που συνήθως τούς λείπει, την ιδέα τής ύπαρξης, και χάρη σ’ αυτήν την υπεκφυγή είχε επιτρέψει στον εαυτό μου να αποκτήσει, να απομονώσει, να ακινητοποιήσει - για το διάστημα μιας αστραπής - αυτό που δεν συλλαμβάνει ποτέ: ένα κομμάτι καθαρού χρόνου…», λόγια του Μαρσέλ Προυστ που γεννήθηκε σαν σήμερα, τη χρονιά που συντάραξε το Παρίσι, τους μήνες της μεγαλειώδους παρισινής κομμούνας. Έκτοτε όλα άλλαξαν. Το Παρίσι γκρεμίστηκε και έγιναν τα τεράστια μπουλβάρ, γιατί οι στενοί δρόμοι διευκόλυναν τους επαναστάτες να σηκώνουν οδοφράγματα και οι σφαίρες δεν ήξεραν «να στρίβουν δεξιά», όπως έλεγε ένας συντηρητικός βουλευτής.
Ο Μαρσέλ Προυστ (Marcel Proust, Παρίσι, 10 Ιουλίου 1871 - 18 Νοεμβρίου 1922) δεν είχε σχέση με τους ξεσηκωμένους του Παρισιού, δεν είχε σχέση με το δρόμο και τη vita active, καθώς ανήκε στους επάνω, καταγόμενος από εύπορη οικογένεια. Έτσι κατέφυγε στην vita contemplativa. Σε ηλικία 9 χρόνων αρρώστησε από άσθμα, πράγμα που σημάδεψε όλη του τη ζωή. Τα έργα του διακατέχονται από την αγάπη του για την εβραϊκής καταγωγής μητέρα του, που τον επηρέασε σημαντικά στη συγγραφή του, αλλά και από την ομοφυλόφιλη σεξουαλική του ταυτότητα. Σπούδασε στο λύκειο Κοντορσέ και στη σχολή Πολιτικών Επιστημών. Όσο χρόνο φοιτούσε δημοσίευε χρονογραφήματα σε περιοδικά. Το πρώτο επίσημο έργο του εκδόθηκε το 1896 με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς και με τον τίτλο «Οι ηδονές και οι ημέρες».
Μετά το θάνατο της μητέρα του ο Προυστ αναζήτησε περισσότερο τη μοναξιά και απομονωμένος από γνωστούς και φίλους άρχισε τη συγγραφή του κορυφαίου έργου με τον τίτλο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», που αποτελεί ένα από τα καλύτερα λογοτεχνικά έργα του 20ού αιώνα. Αποτελεί ένα είδος αυτοβιογραφίας και περιλαμβάνει επτά τμήματα με τους τίτλους: 1) Από τη μεριά του Σουάν, 2) Στη σκιά των κοριτσιών με τα λουλούδια, 3) Από τη μεριά των Γκερμάν, 4) Σόδομα και Γόμορα, 5) Η αιχμάλωτη, 6) Η χαμένη Αλμπερτίν, 7) Ο χρόνος που ξαναβρέθηκε. Στο έργο του αυτό εμφανίζονται θέματα της θλιμμένης νοσταλγίας του για την παιδική ηλικία, του έρωτα, της ζήλιας και του υπαινικτικού χαρακτήρα μερικών «στιγμών» που φαίνονται να ανοίγουν μία μυστηριώδη προοπτική προς μία απόλυτη πραγματικότητα».
«…Αλλά αρκεί ένας θόρυβος, μια μυρουδιά, που ακούστηκε ή μυρίστηκε κάποτε, να παρουσιαστούν ξανά, ταυτοχρόνως μέσα στο παρόν και μέσα στο παρελθόν, πραγματικοί χωρίς να είναι επίκαιροι, ιδανικοί χωρίς να είναι αφηρημένοι, ώστε αμέσως η διαρκής και συνήθως κρυμμένη ουσία των πραγμάτων να βρεθεί ελεύθερη και ο πραγματικός εαυτός μας, που ενίοτε για καιρό έμοιαζε νεκρός, αλλά δεν ήταν τελείως, να ξυπνήσει, να ζωντανέψει δεχόμενος την θεία τροφή που τού προσφέρεται. Ένα λεπτό απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου επαναδημιούργησε μέσα μας, για να μπορέσει αυτός να το νοιώσει, τον άνθρωπο απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου...».(arti)
Για την vita contemplativa, τη «φανταστική ζωή» μίλησε και ο Όσκαρ Ουάιλντ, υπερθεματίζοντας. Αντίθετα η «ζωή της δράσης» (Vita activa) ήταν κάτι υποδεέστερο. Ο θεωρητικός βίος είναι το αληθινό ιδανικό, γιατί είναι πιο δύσκολο να μιλάς για κάτι από το να το κάνεις: «η στοχαστική ζωή, η ζωή που έχει σκοπό της όχι το πράττειν αλλά το είναι, και όχι απλώς το είναι, αλλά το γίγνεσθαι, αυτό είναι που το κριτικό πνεύμα μπορεί να μας προσφέρει». Όταν ο άνθρωπος δρα είναι ένα ανδρείκελο, γράφει ο Ουάιλντ στο ίδιο μήκος κύματος με τον Προυστ, ενώ όταν περιγράφει είναι ένας ποιητής. Καταφερόμενος εναντίον των «φανατικών της ειλικρίνειας» και εισάγοντας τη σχετικότητα της αλήθειας ο Ουάιλντ (πρόδρομος της κοινωνικής απροσδιοριστίας) θα πει πως «Ο άνθρωπος είναι ελάχιστα ο εαυτός του, όταν μιλάει ως ο εαυτός του. Βάλε του μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια»! «Ο καθένας μπορεί να κάνει ιστορία. Μονάχα ένας σπουδαίος όμως μπορεί να τη γράψει (...) Η πράξη... της συστηματικής εργασίας, γίνεται απλώς καταφύγιο των ανθρώπων που δεν έχουν να κάνουν τίποτα απολύτως... και κινείται από μια παρόρμηση για τη φύση τής οποίας δεν έχει συνείδηση (...) Ο μόνος άνθρωπος που έχει περισσότερες αυταπάτες και από έναν ονειροπόλο είναι ο άνθρωπος της δράσης». Οι μεγάλες και ηρωικές πράξεις του Αχιλλέα, του Έκτορα, του Οδυσσέα δεν είναι παρά «σκιές» στο τραγούδι του Ομήρου. «Η δράση πεθαίνει τη στιγμή που συντελείται. Είναι μια τιποτένια συγκατάβαση στο γεγονός. Ο κόσμος πλάστηκε απ’ τον τραγουδιστή για τον ονειροπόλο»! Η vita contemplativa, η ζωή των «πάνω» είναι η ζωή που αξίζει, ενώ η «ζωή της δράσης», της εργασίας είναι «σκιά» μπροστά στο «όνειρο» των δημιουργών.
Κι όμως υπάρχει και η μέση οδός όπως η δράση με όνειρο ή το όνειρο με δράση. Απλώς η διχοστασία της πνευματικότητας και της δράσης συνέβη όταν ο άνθρωπος αποστασιοποιήθηκε από τη Φύση για να την ελέγξει. Έτσι όμως αποστασιοποιήθηκε και από τη φύση του, καθιστάμενος ένας μικρόθεος που τρελαίνεται μπροστά στην έσχατη ματαίωση…
Γιώργος Χ. Π.