Ο Πούτιν, το Άγιον Όρος και το Όνομα

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 12.07.18 ]

Αναρωτιέται κανείς, πως εμπλέκεται το Άγιον Όρος στην πολιτική και σε υποθέσεις… κατασκοπείας, πως παρεμβαίνει ο Βλ. Πούτιν ; Ποια σημασία έχει το όνομα της ΠΓΔΜ με μία ορισμένη πνευματική παράδοση, τους «ονοματολάτρες»; Γιατί η Εκκλησία κάνει πολιτική;

Το ενδιαφέρον για το Άγιον Όρος ήταν ανέκαθεν ισχυρό από πολλές πλευρές: πνευματικό, πολιτικό, οικονομικό κ.ά. Θυμίζουμε την επέμβαση των τσαρικών δυνάμεων στο Άγιο Όρος και τη σύλληψη και εξορία πλήθους μοναχών, τον Γάλλο τραπεζίτη Αλμπέρ Καν, που χρηματοδότησε αποστολές στο Άγιον Όρος των φωτογράφων Πασσέ και Κυβί, κατά περίεργο λόγο σε περιόδους «ταραχών».

Τότε η περιοχή ήταν το πολιτισμικό κέντρο βάρους της ευρύτερης Βαλκανικής χερσονήσου· συγχρόνως όμως, ο τραπεζίτης συνέχιζε μία γαλλική παράδοση που ξεκινάει από τον Μαζαρίνο, κατ’ εντολήν του οποίου ο Αθανάσιος ο Ρήτωρ μετέφερε στο Παρίσι 100 σπάνια χειρόγραφα (σ.σ. 4.900 σπάνια ελληνικά χειρόγραφα βρίσκονται στην εθνική βιβλιοθήκη του Παρισιού). 
Το 1677, επίσης, εκδόθηκε στη Γαλλία από τον Γιοχάνες Μπατίστα Κοτελέριους μία συλλογή με “ρήματα” και κατορθώματα επιφανών γερόντων (6ος-7ος αι.) με τον τίτλο “Ecclesiae Graecae Monumenta”, που δεν είναι άλλο από το περίφημο “Γεροντικόν”. 
Χειρόγραφα αφαίρεσε και ο Μηνάς Μινωίδης για λογαριασμό του Γάλλου υπουργού παιδείας Βιγεμέν, το 1841. Βέβαια ο Αλμπέρ Καν δεν αφαίρεσε τίποτα, οι φωτογράφοι του απαθανάτισαν μόνο τα μνημεία και τους ανθρώπους του τόπου, που όποιος τον “ήλεγχε” πολιτικά χριζόταν και ιδεολογικός ηγεμόνας του Ορθόδοξου κόσμου, κάτι που επιχειρούσε τότε η Ρωσία αλλά και οι λοιπές μεγάλες δυνάμεις. 
Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο φωτογράφος Πασσέ φθάνει στο Άγιο Όρος μετά την απόβαση εκεί ρωσικών αγημάτων και τη σύλληψη και μεταφορά στη Ρωσία εκατοντάδων ρώσων μοναχών με την κατηγορία ότι ήταν “ονοματολάτρες”. Ο φωτογράφος Κυβίλ φθάνει μετά τη δεύτερη απόβαση των Ρώσων, τον Ιανουάριο του 1917. Και οι δύο δεν καταγράφουν γεγονότα αλλά το χώρο πρωτίστως· η οπτική τους είναι διαφορετική, η σκοπιμότητα άγνωστη. 

Αλλά τι ήταν το ζήτημα που καταγράφηκε στην ιστορία ως «ονοματολατρικό»; Ποιοι ήταν οι «Ονοματολάτρες»; Συνοπτικά η ιστορία έχει ως εξής: ο Ρώσος μοναχός Ιλαρίων, απεσταλμένος στο μετόχι της Μονής Αγίου Παντελεήμονος «Σίμων ο Κανανίτης» στον Καύκασο, εκδίδει το 1907 το βιβλίο «Επί των ορέων του Καυκάσου» (ρωσ. Na garah Kaukaza). Στο βιβλίο εκείνο ο Ιλαρίων διαπραγματευόταν τα περί της ευχής. Το 1913 εκδίδονται ταυτόχρονα δύο βιβλία (ένα στη Μόσχα, ρωσικά κι ένα στη Θεσσαλονίκη, ελληνικά) πολύ πιο συστηματικά από το πρώτο. Συγγραφέας τους ο ιερομόναχος της Σκήτης του Αγίου Ανδρέου Αντώνιος Μπουλαντόβιτς, η πιο ηγετική μορφή ανάμεσα στους ονοματολάτρες. Οι δύο συγγραφείς (ο Ιλαρίων και ο Αντώνιος) υποστηρίζουν ότι το όνομα του Θεού είναι αυτός ο ίδιος ο Θεός ενυπόστατος· δηλαδή ο Θεός περιέχεται στο όνομά Του ολοκληρωτικά. Δεν θέλουμε να αντιστοιχίσουμε την τεράστια σημασία που αποδίδεται σήμερα στο όνομα Μακεδονία. Αλλά τηρουμένων των αναλογιών ο φανατισμός («λατρεία») είναι ο ίδιος.

 Αλλά και πιο πρόσφατα, μετά τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία, το Άγιο Όρος απέκτησε τεράστιο ενδιαφέρον και γέμισε κατασκόπους και «μυστικούς πράκτορες», που αναζητούσαν σέρβους που καταδιώκονταν από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Στο βιβλίο «Ταξίδι στον Άθω» ο συγγραφέας Κρίστοφερ Μέριλ (δημοσιογράφος, πολεμικός ανταποκριτής…), που θέλησε για εντελώς προσωπικούς λόγους, όπως ισχυρίζεται, να βιώσει τον «καιρό του σιγάν»(Ησυχαστής κι αυτός!) και τη «μεταμόρφωση των παθών», όταν άκουγε ελικόπτερο στο Άγιο Όρος σκεπτόταν αμέσως ότι έρχονταν να πάρουν ή να φέρουν τους Μπλάντιτς και Γκάραζιτς! 

Πάντως, στο Άγιο Όρος ο προτεστάντης Μέριλ πλησιάζει στο να ανακαλύψει τον Βιτγκενστάιν αλλά δεν τα καταφέρνει. Διαβάζει με μεγαλύτερο ενδιαφέρον τον Βαρλαάμ και λιγότερο τον Παλαμά. Ο Βαρλαάμ υποστήριζε ότι ο Θεός βρίσκεται πέραν της λογικής και των κατηγοριών της σκέψης και μπορούμε να μιλήσουμε γι’ Αυτόν μόνο μέσω της προσφυγής στην αναλογία και την ποίηση (δες και την άποψη για το “δεικνύναι” του Βίτγκενστάιν πολλούς αιώνες αργότερα). 
Η παρέμβαση του Παλαμά και η θέση του για την πανταχού παρούσα παρουσία του Θεού μέσω των ενεργειών Του, εκτιμάται από τον Μέριλ ως μία προσπάθεια εξορθολογισμού του ανατολίτικου μυστικισμού. Το μόνο που αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας είναι πως “Εκείνο που οι μοναχοί αποκαλούν «κένωσις ή πτωχεία», το άδειασμα του Εγώ για να μπορέσει να ενεργήσει ο Θεός μέσα σου… επιτυγχάνεται με τρόπο ιδανικό μέσα από την προσευχή”. Αν και επισημαίνεται το “Χαροποιόν πένθος” (του Ιωάννη της Κλίμακος), αυτό απλώς καταγράφεται, καθώς είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτό από έναν δυτικό προτεστάντη ορθολογιστή. 
Ο Μέριλ αν και δεν τα καταφέρνει καλά στις συγκριτικές θεολογικές του αναφορές, τα καταφέρνει όμως θαυμάσια στις περιγραφές του, παρέχοντας στον αναγνώστη έναν ενδιαφέρον ταξιδιωτικό βιβλίο, που μοιάζει όμως και με έκθεση εναντίον του “πολεμοκάπηλου κλήρου της Σερβικής Εκκλησίας” που “πρέπει να απολογηθεί για την υποστήριξη που παρείχε στον Μιλόσεβιτς…”! Ιδού και πάλι ο πολιτικός ρόλος του Όρους. Ο Μέριλ ανακαλύπτει ακόμα και έναν “μοναχό ονόματι Παΐσιο που η ουκρανική του παιδεία αποκαλύπτει μια πολύπλοκη πνευματική παράδοση”! Δεν ξέρουμε αν εννοεί τον Παΐσιο Βελιτσκόφσκι (18ος αι.) ή τον νεώτερο, περιώνυμο Παΐσιο.

Σε κάθε περίπτωση, στο Άγιο Όρος «παίζονται» αδιαλείπτως διάφορα παιγνίδια που αφορούν την Ελλάδα, τη Βαλκανική χερσόνησο και τη ΝΑ Μεσόγειο σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίος ο πολιτικός ρόλος της Εκκλησίας στην υπόθεση του «Μακεδονικού».

Μάλιστα, η στάση και η πολιτική συμπεριφορά των εκκλησιαστικών ηγεσιών έχει σχέση και με την άποψη που έχουν για τη σχέση κοσμικού και πνευματικού, κράτους και Εκκλησίας. Πριν από αρκετά χρόνια, ο Γάλλος Ρεζίς Ντεμπρέ επισκέφθηκε το Άγιον Όρος για τις ανάγκες της έρευνάς του, που εκδόθηκε με τον τίτλο: «Η ζωή και ο θάνατος της εικόνας-μία ιστορία του βλέμματος στη Δύση». Ο Πατριάρχης Νικηφόρος, γράφει ο Ντεμπρέ, διείδε στους εικονοκλάστες μία «ολοκληρωτική τάση». Ο εικονοκλάστης Λέων Ε΄ ήθελε τη συγκέντρωση όλων των εξουσιών περιφρονώντας τη διάκριση μεταξύ εφήμερου και πνευματικού, της αυτοκρατορίας και της εκκλησίας. Το ίδιο ισχύει στην πράξη και σήμερα. Η ηγεσία της σημερινής Εκκλησίας στην ουσία δεν περιορίζεται στα πνευματικά της καθήκοντα αλλά ασκεί και κατ’ εξοχήν πολιτικό ρόλο, συμμαχώντας ενίοτε με πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που έχουν συμφέροντα στην περιοχή. Και αναφερόμαστε εν προκειμένω στον Βλ. Πούτιν αλλά και σε οικονομικούς παράγοντες στην βόρεια Ελλάδα, που έχουν σχέσεις μαζί του.