Ο παππούς

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 20.01.19 ]

Ένας άντρακλας ως το νταβάνι ήταν ο παππούς. Δυο μέτρα και γερός σαν ταύρος. Με τα χέρια του είχε δαμάσει την άγονη γη για να θρέψει την οικογένεια σε δύσκολους καιρούς. Με τα χέρια του την είχε προστατέψει όταν χρειάστηκε. Ποτές δεν κιότεψε. Στις πλάτες του ακουμπούσε όλο το χωριό κι έφτανε η φήμη του και στ’ άλλα τα χωριά τα γύρω γιατί κι εκεί προσέτρεχε. Είχε συμπεθεριά και κουμπαριές με όλους και δεν τους λησμονούσε. Κι όλα του τα παιδιά τον σέβονταν κι ήθελαν τα πρωτότοκά τους τ’ όνομά του να ‘χουνε, να μη χαθεί, να μη το σβήσει ο χρόνος. Και στη γιορτή του όλοι μαζεύονταν και να τα τσίπουρα και να οι μεζέδες και δώστου τα τραγούδια. Κι αν τ’ όνομά του φώναζες θα γύριζαν πέντε-έξι, αλλά κανένας σαν αυτόν δεν ήταν.

Πέθανε πάνω στον χορό ο παππούς, στο πανηγύρι της Αγια-Παρασκευής. Είχε μια λεβεντιά ο χορός εκείνος που τη ζήλεψε κι ο Χάρος.