Ο Ντιόρ κι ο ξεπεσμός
[ Κατέ Καζάντη / / 28.05.21 ]Να εντάσσεις στην πραγματική ζωή μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς, να τα επαναχρησιμοποιείς, δίνοντάς τους νέα πνοή, έξω από κάθε μουσειακή, νεκροζώντανη, λογική, να τα χαρίζεις εκ νέου στην ανθρωπότητα με άλλους ρόλους από τους αρχικούς, είναι, ίσως, μια πολιτική πράξη πέρα για πέρα λαϊκή: το μνημείο, δίχως τις επιβαρύνσεις του “μη εγγίζετε”, παραμένει μεν αξιοθαύμαστο, ταυτόχρονα όμως ξαναπερνά στην υπηρεσία του ανθρώπου, όχι πια ως εξωπραγματικά καλλωπιστικό αλλά ωφέλιμα χρηστικό.
Η ισορροπία είναι λεπτή και εύθραυστη. Αν η τέχνη “είναι μια κραυγή του πνεύματος που ξαναγυρίζει στον εαυτό του με την απεγνωσμένη απόφαση να σπάσει τις αλυσίδες του, και στη ανάγκη με υλικά σφυριά»*, είναι ανθρώπινο χρέος να τίθεται η καλλιτεχνική δημιουργία στην υπηρεσία της κοινωνίας και να υπηρετεί κοινωνικούς σκοπούς. Αλλά το κοινωνικό χρέος είναι μια υπόθεση που καθένας/μια νοηματοδοτεί αναλόγως της ιδεολογίας, της διάνοιας και της συνείδησής του/ης. Εκείνος/η, λόγου χάρη, που αντιλαμβάνεται τον ιδεατό κόσμο ως το σύνολο ισότιμων κι ευτυχισμένων όντων, άλλη διάσταση θα δώσει στο “κοινωνικό” από εκείνο/ην που βλέπει μοναχά τον αέναο κύκλο του κέρδους από την εμπορευματοποίηση των διανοητικών αγαθών και τον ευτελισμό τους. Άλλης λογής εξάλλου είναι ο φετιχισμός που υποκινεί τον φιλότεχνο να κατέχει δίσκους μουσικής, πίνακες ζωγραφικής ή βιβλία κι άλλος αυτός που κάνει το άτομο να προσδιορίζει την κοινωνική του ύπαρξη μέσα από την κτήση πολυτελών ειδών ένδυσης, υπόδησης κ.ο.κ. που κοστίζουν το καθένα τους όσο δυο τρεις μισθοί του/ης μέσου εργαζόμενου/ης.
Στον υπαρκτό καπιταλισμό της σήμερον, να εκλαμβάνονται τα μνημεία ως κτήματα του λαού θεωρείται μια μάλλον βλάσφημη σκέψη. Περιβάλλονται από μια μυθολογική αχλή, περίπου εξουσιαστική, που τα εγκλωβίζει στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ελίτ, αφού οι μάζες μαθαίνουν να τα αντιμετωπίζουν με έναν τρόπο σχεδόν μεταφυσικό: τα μνημεία είναι όπως κι ο θεός, μακρινά και, κυρίως, ξένα.
Αυτή, λοιπόν, η τόσο βολική για τις εξουσιαστικές τάξεις υπόθεση, μάς φέρνει εν Αθήναις τον Ντιόρ και τα τσιμέντα. Διότι όταν στην Ακρόπολη, τις εποχές των μνημονίων, ο κόσμος της εργασίας και της αριστεράς αναρτούσε πανό για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, σε μια προσπάθεια ταυτόχρονης αφύπνισης της διεθνούς κοινότητας, για τη δεξιά τούτο ήταν μια πράξη προσβολής. Του έθνους και της πολιτιστικής του κληρονομιάς, την οποία, φυσικά, εκλάμβαναν ως ιδιοκτησία τους. Μνημείο – είδωλο και η Ακρόπολη, που βόλευε τις εθνοκάπηλες συνειδήσεις, μνημείο – φόβητρο για τους από κάτω, που μια ζωή τους δίδαξαν να αντιμετωπίζουν με δέος εκείνα που επί της ουσίας δημιούργησαν κυριολεκτικά με τα χεράκια τους.
Τώρα, βεβαίως, επί τη Μητσοτάκεια βασιλεία, κυρίαρχη ιδεολογία είναι αυτή του τσιμεντώματος. Ποια κραυγή του πνεύματος, ποιες αλυσίδες, ποιο πάθος άναρχο, ποια διάνοια; Και ποια αφύπνιση; Όλα τούτα είναι ψιλά γράμματα, για κείνους που εκλαμβάνουν τους λαϊκούς αγώνες ως “διχαστικό λαϊκισμό” και ονομάζουν τη λαϊκή βούληση για μια κυβέρνηση άλλη από τη δική τους “σκοτεινό διάλειμμα”.
Πέραν του παρωχημένου της συμπλεγματικής αντίληψης “να (ξανα)γίνουμε γνωστοί στα ξένα κράτη”, ο αντιδραστικός χαρακτήρας να υποκύπτουμε στις μεταξωτές κορδέλες χάριν του τουρισμού, είναι επί της ουσίας παράδοση στον Μαμμωνά. Απευθείας ανάθεση στις ελίτ με τα φράγκα που ψωνίζουν Ντιόρ, στις ελίτ που μόνο τέτοια χωρούν στον αξιακό τους κώδικα, που μόνον έτσι κατανοούν τη χρησιμότητα των μνημείων και που μπερδεύουν την τέχνη με τα ματαιόδοξα κιτς “ιβέντ” πανάκριβων οίκων μόδας.
Αν, όμως, η όντως τέχνη “δεν μπορεί να μην είναι επαναστατική, δηλαδή να μην τείνει σε μια πλήρη και ριζική ανασύνθεση της κοινωνίας”**, απαραίτητη προϋπόθεση για να φιλοξενηθεί στην Ακρόπολη ο Ντιόρ θα έπρεπε να ήταν, δίχως αστεία, η πλήρης μετάλλαξή του. Να κοινωνικοποιηθεί, ίσως, και να κατασκευάζει ρουχισμό για πρόσφυγες – μετανάστες.
Όλα τ’ άλλα, τα τάχα μου της αριστοκρατίας, είναι διανοητικός ξεπεσμός.
*Αντρέ Μπρετόν, Μανιφέστο του Σουρεαλισμού
**Λεόν Τρότσκι - Αντρέ Μπρετόν, Μανιφέστο της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας