Κεντρικό πρόσωπο της ιταλικής πολιτικής τα τελευταία τριάντα χρόνια, ο πρώην πρωθυπουργός, επιχειρηματίας και πρώην πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας AC Milan πέθανε τη Δευτέρα 12 Ιουνίου στα 86 του χρόνια.
Η πολιτική επιτυχία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν το αποτέλεσμα της παρακμής της δημοκρατίας στην Ιταλία και του θεμελίου της νομιμότητάς της που ήταν ο «αντιφασισμός». Αυτό, όπως γράφει ο καθηγητής Κάρλο Γκάλι*, κορυφώθηκε το 1978, το έτος της δολοφονίας του Aldo Moro από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Θα πρόσθετα ότι έκτοτε ο αντιφασισμός ως νομιμοποιητική βάση της δημοκρατίας αντικαταστάθηκε από τον αντικομμουνισμό, που κορυφώθηκε με την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Εκείνη την εποχή, ο ρυθμιστικός ρόλος της πολιτικής και του δικαίου αντικαταστάθηκε από τον ρόλο της οικονομίας. Μιας οικονομίας της οποίας ο «φιλελεύθερος» χαρακτήρας είχε χαθεί υπέρ της νεοφιλελεύθερης και πελατειακής. Αυτή η συγκυρία «γέννησε» τον πολιτικό-επιχειρηματία και μιντιάρχη Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Η Ιταλία (ήταν και) είναι μια χώρα κατακερματισμένη σε ομάδες συμφερόντων, από τις πιο ισχυρές έως τις πιο άθλιες, που είναι σε πόλεμο μεταξύ τους και δεν υπολογίζουν την νομιμότητα, συνεχίζει ο Γκάλι. Η κοινωνία είναι μια ζούγκλα, διάσπαρτη από μερικές νησίδες -σε ορισμένες περιοχές του Βορρά ή κάποιες «κόκκινες» της κεντρικής Ιταλίας- όπου δεν παρεμβαίνει πλήρως ούτε η λογική της αγοράς ούτε η λογική του κράτους. Οι Ιταλοί διαισθητικά αντιλαμβάνονται ότι η κρίση της νομιμότητας τους τιμωρεί όλους, αλλά οι περισσότεροι προτιμούν να παίζουν τον «ελεύθερο αναβάτη», προσπαθώντας να γλιστρήσουν μέσα από τις ρωγμές του νόμου και «να τα καταφέρουν», χωρίς ποτέ να προσπαθήσουν να επιστρέψουν στη συλλογική δράση σεβόμενοι τους κανόνες.
Η άνοδος της διαφθοράς πηγάζει από αυτή τη λογική του «καταφερτζίδικου ατομικισμού»... Ο δημόσιος χώρος νομιμότητας, διαφάνειας και καθολικότητας συρρικνώνεται. Και τον διαδέχεται μια συσσώρευση ιδιωτικών συμφερόντων και ιδιαιτεροτήτων με ποικίλες επιρροές και βάρη, που αγωνίζονται για μια επισφαλή ισορροπία. Η κοινωνία είναι πάντα δομημένη σύμφωνα με τις προσωπικές πίστεις και τις πελατείες και προτιμά τα κόλπα και την ευνοιοκρατία. Στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση προστίθεται μια ηθική κρίση, μια πραγματική σπατάλη του κοινωνικού κεφαλαίου που λέγεται εμπιστοσύνη.
Η αποσύνθεση της Αριστεράς έπαιξε μεγάλο ρόλο στην μπερλουσκονική περιπέτεια. Η Αριστερά μετεωριζόμενη ανάμεσα σε αβεβαιότητες και αντιφάσεις, παραμένει ηγεμονική (όχι χωρίς δυσκολία) μόνο σε λίγες περιοχές της κεντρικής Ιταλίας, ενώ παντού αλλού κυριαρχεί το πελατειακό σύστημα της δεξιάς. (σ.σ. Αυτό το πελατειακό σύστημα ενεργοποίησε η ΝΔ σε όλη την Ελλάδα με αποκορύφωμα τον εκβιασμό της μουσουλμανικής μειονότητας της Ροδόπης).
Συνενοχή της Καθολικής Εκκλησίας
Ο Μπερλουσκόνι πέτυχε να ενσαρκώσει την «εξέγερση των μαζών» που προκλήθηκε από το τέλος του κομματικού συστήματος της Πρώτης Δημοκρατίας. Εκμεταλλεύτηκε την εξέγερση ενάντια στην πολιτική, ενάντια στον πολιτισμό, ενάντια στις ελίτ που σημάδεψαν τη δεκαετία του 1990 και φθάνει μέχρι σήμερα.
Η δύναμή του βασίστηκε σε έναν λαϊκισμό που τρέφεται από τη δύναμη των μέσων ενημέρωσης κι ένα αυθεντικό προσωπικό χάρισμα. Ο Μπερλουσκόνι προσέφερε στους ψηφοφόρους του μια κυνική και αντιθεσμική ρητορική και αντίστοιχη πολιτική κουλτούρα. Οι αξίες που υπερασπίστηκε με λόγια —αλλά χωρίς να τις κάνει πράξη...— πηγάζουν από παραδοσιακές αντιδιανοητικές και μικροαστικές πεποιθήσεις. Δεν αποδέχεται κανένα όριο στη δική του εξουσία, όπως αποδεικνύεται από τις διαμάχες του με το Κοινοβούλιο, στο οποίο είχε την πλειοψηφία, και ενάντια στο δικαστικό σώμα, από το οποίο ήθελε να προστατευτεί με νόμο που θα του χορηγούσε ασυλία.
Ο Μπερλουσκόνι, αντιπροσώπευε την άμεση έκφραση της λαϊκής εύνοιας, που αποδίδει στον εκλεκτό (στον Μεσσία) το χρίσμα του Κυρίου (όπως ο ίδιος είχε επιβεβαιώσει πριν από μερικά χρόνια) και τον τοποθετεί σε μεγάλο βαθμό πάνω από νόμους και θεσμούς. Υπό αυτή την οπτική, η ανάθεση δεν προκύπτει από μια ορθολογική διαδικασία αλλά από μια συμβολική, προσωπική και μιντιακή αναπαράσταση, χάρη στην οποία ένας λαός αναγνωρίζει τη δική του ταυτότητα στο μυστικιστικό σώμα του αρχηγού. Του αρέσει αυτό γιατί το καταλαβαίνει και αντλεί μια αίσθηση ασφάλειας, τουλάχιστον όταν μισεί τους «κομμουνιστές».
Για τον Μπερλουσκόνι, η δημόσια σφαίρα δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένας κρίσιμος χώρος, αλλά μάλλον ένας χώρος διαφήμισης —με την εμπορική έννοια της λέξης— προπαγάνδας και ενθουσιώδους συναίνεσης.
Αυτή η αυταρχική και χαρισματική πολιτική είναι φυσικά ξένη προς τον αντιφασισμό — επιπλέον, κανένα από τα μεγάλα ιστορικά κόμματα του Συμβουλίου Εθνικής Απελευθέρωσης δεν συμμετείχε στην πρώτη κυβέρνηση Μπερλουσκόνι του 1994. Δεν είχε τίποτα κοινό με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως επιβεβαιώνουν οι επιθέσεις κατά της ελευθερίας του Τύπου και η εγκατάλειψη κάθε κοσμικής αντίληψης στην πολιτική (παροχή οικονομικών προνομίων στην Καθολική Εκκλησία και επιδεικτικός σεβασμός των οδηγιών της θρησκευτικής ιεραρχίας σε θέματα βιοηθικής και βιοπολιτικής), καθώς και απουσία οποιασδήποτε ντροπής στην πρόκληση ξενοφοβίας.
Ο Μπερλουσκόνι πέρασε από τη διάκριση των δυνάμεων του δημοκρατικού «συνταγματικό τόξο» στη λογική του φίλου/εχθρού. Έτσι οι πολιτικοί αντίπαλοι του ήταν οι «εσωτερικοί εχθροί» της χώρας, η «εθνική εξαίρεση» που θα έλεγε και ο Μητσοτάκης για τον Τσίπρα σχετικά με τη Ροδόπη ή τον φράχτη του Έβρου.
Ο «φιλελευθερισμός» του Μπερλουσκόνι συνίσταται στο να αφήνει κάθε δύναμη ή ομάδα συμφερόντων να διατηρεί τα προνόμιά της και να επιδιώκει να τα αυξήσει σε βάρος των ασθενέστερων ομάδων.
Βέβαια το εκλογικό σώμα του «καβαλιέρε» δεν περιοριζόταν στους πλούσιους και ισχυρούς, αφού τον ψήφιζαν και οι μεσαίες τάξεις, αλλά και οι εργαζόμενοι, οι οποίοι καθώς ήταν απογοητευμένοι από την πολιτική της Αριστεράς για το το κοινωνικό κράτος και την ίδια την αρχή της ισότητας, προτιμούσαν να πιστεύουν στις ελπίδες και τις ψευδαισθήσεις που τροφοδοτούσε ο λαϊκισμός του Μπερλουσκόνι…. Ακριβώς όπως η προεκλογική υπόσχεση του 2001 που ήταν «χαμηλότεροι φόροι για όλους», αλλά η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Πολλοί Ιταλοί, λέει ο Γκάλι, πιστεύουν ότι είναι έξυπνοι, αλλά στην πραγματικότητα τους κοροϊδεύουν, όταν δεν κοροϊδεύουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.
Ίσως η πλειονότητα των Ιταλών να ξυπνήσει από τη γοητεία των μπερλουσκόνιδων όταν θα συνειδητοποιήσουν ότι η πολιτική του «να μην κάνεις τίποτα» είναι καταστροφική… καταλήγει ο καθηγητής.
*Καθηγητής Ιστορίας Πολιτικής Σκέψης στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια , Πρόεδρος του Ινστιτούτου Gramsci της Emilia-Romagna. Από άρθρο στην Le Monde diplomatique