«Ο κόσμος ειν’ αθάνατος γιατί πολύ πεθαίνει...»
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 20.11.22 ]Ο έσχατος, ο μεγαλύτερος φόβος μας είναι ο θάνατος, ο θάνατος των αγαπημένων μας και ο δικός μας. Για όσους πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι πραγματικός, ο θάνατος είναι ένας κενός τοίχος. Για όσους πιστεύουν ότι δεν είναι πραγματικός, ο θάνατος είναι μια πόρτα σε μια άλλη ζωή. Είτε σκεφτόμαστε το θάνατο ως τοίχο ή μια πόρτα, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πόνο που εμπεριέχει.
Αν διερευνήσουμε τη μεταφορά, ότι ο θάνατος είναι ένας τοίχος τότε κάθε ένας από μας γεννιέται απέναντι σε αυτόν τον τοίχο. Από εκείνη τη στιγμή, κάθε βήμα που κάνουμε έχει κατάληξη αυτόν τον τοίχο. Για τους επικούρειους, το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι, αν ο θάνατος είναι πραγματικός, ούτε εγώ ούτε εσείς ποτέ θα αισθανθείτε τον θάνατο. Είμαι πράγματι νεκρός μόνο για τους άλλους. Όπως ο Wittgenstein το έθεσε, «ο θάνατος δεν είναι μια εμπειρία της ζωής». Η έννοια του θανάτου νοούμενη έτσι είναι απολύτως άνευ αντικειμένου. Το να σκεφτόμαστε την προοπτική του θανάτου μας είναι ένας διαρκής διαλογισμός πάνω στη δική μας άγνοια. Δεν υπάρχει μέθοδος για να γνωρίσουμε τον θάνατο, γιατί απλούστατα ο θάνατος δεν μπορεί να γίνει κατανοητός.
Ποιος θα μπορούσε να είναι ο αληθινός τρόπος ζωής; Ενδεχομένως η συμφιλίωση του καθενός μας ξεχωριστά με τον θάνατο. Για τον Σωκράτη, «δύο ενδεχόμενα υπάρχουν μετά τον θάνατο, ή τελεία μηδένιση ή μετοίκηση της ψυχής από τον εδώ τόπο σε έναν άλλο. Οποιοδήποτε και από τα δυο συμβαίνει δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο», λέει. «Αν πρόκειται περί οριστικού αφανισμού, τότε αυτό θα μοιάζει με έναν μακρύ ύπνο δίχως όνειρα, και τι πιο ευχάριστο. Αν με τον θάνατο πάμε σε άλλο μέρος, και τότε πάλι είναι επιθυμητός, αφού εκεί θα ανταμώσουμε θεούς, σοφούς και αγαθούς και ανθρώπους που είναι πολύ καλύτεροι από τους εδώ. Για το λόγο αυτό δεν αγανακτώ για τον θανατό μου».
Η γέννηση και ο θάνατος είναι τα βιβλία της ζωής μας. Η προοπτική του θανάτου φωτίζει τις αλλαγές της ζωής μας. Νεότεροι, έχουμε τη γνώση ότι ο θάνατος έρχεται σε όλους μας, αλλά η θνητότητα δεν είναι πραγματική για μας τότε. Μεγαλύτεροι βιώνουμε τον χρόνο ως έχοντα μια αγχογόνα εγγύτητα με τον θάνατο. Ο Heidegger υποστηρίζει ωστόσο ότι ο χρόνος δεν βρίσκει το νόημά του στην αιωνιότητα αλλά στον θάνατο. Είναι η συνειδητοποίηση της αυθεντικότητάς μας που συντείνει στην κατανόηση του χρόνου μας. Θεώρησε ότι ο άνθρωπος είναι «ον προς θάνατον» και όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την θνητότητά του αγγίζει την ουσία της ύπαρξής του, την ηθική του τελείωση δεδομένου ότι μόνο τη στιγμή του θανάτου κανείς περιέρχεται στην απόλυτη απομόνωση και είναι αυθεντικός με τον εαυτό του. Συνεπώς, η προδρομική αντιμετώπιση του θανάτου παρέχει τη δυνατότητα της αναζήτησης του αληθινού εαυτού, κάτι που κατά τον Heidegger προσφέρει απελευθέρωση και θέαση των πραγμάτων στη σωστή τους διάσταση. Μια παρηγορητική άποψη σε σχέση με τον εαυτό μας και το τέλος της ζωής. Η αποφασιστική αντιμετώπιση της θνητότητάς μας ουσιαστικά για τον Heidegger αποτελεί κίνητρο για ενεργοποίηση, για την υιοθέτηση αυθεντικών τρόπων ύπαρξης, μετάβαση από την παθητική αποδοχή των κοινωνικών καταναγκασμών σε μια κατάσταση δημιουργικότητας. Η καθημερινότητα κατά τον Heidegger είναι ακριβώς αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Το να ενδίδει κανείς στον πειρασμό της καθημερινότητας είναι αναγκαίο συστατικό της ύπαρξης, σημαίνει πολύ απλά το να υπάρχεις αλλά η σκέψη του θανάτου οδηγεί τον άνθρωπο στην ανάληψη της ευθύνης των επιλογών του, αποδέχεται τα όριά του, επιδιώκει την εκπλήρωσητων ιδανικών του και ζει την κάθε μέρα γνωρίζοντας πως οδεύει προς ένα αναπόφευκτο τέλος .
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι για να ζήσει κανείς μια αυθεντική ζωή, αυτό που χρειάζεται είναι η αποφασιστική αντιμετώπιση του δικού του θανάτου. Όπως το θέτει ο Πλάτων για να φιλοσοφήσει αληθινά κανείς πρέπει, να «μελετά» διαρκώς το φαινόμενο του θανάτου. Στον Φαίδωνα, «63.b.4 - 69.e.2», ορίζει την φιλοσοφία ως «μελέτη θανάτου»: «οἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦντες ἀποθνῄσκειν μελετῶσι, καὶ τὸ τεθνάναι ἥκιστα αὐτοῖς ἀνθρώπων φοβερόν» («Φαίδων», (67e)).
Πιθανώς ο Σπινόζα απορρίπτει τον Φαίδωνα του Πλάτωνα, που όριζε έτσι τη φιλοσοφία ή εννοεί τα ίδια με άλλα λόγια. Παρατηρεί ότι «ο ελεύθερος άνθρωπος τίποτε δεν σκέπτεται λιγότερο από όσο τον θάνατο και η σοφία του είναι στοχασμός της ζωής και όχι του θανάτου»: Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν μπορεί να σκέπτεται τον θάνατο, αλλά απεναντίας επιθυμεί να πράττει, να ζει και να διατηρεί την ύπαρξή του» (Ηθική, Μέρος IV, Πρόταση 67). «Δεν ζούμε, γράφει, δεν διάγουμε παρά ένα ομοίωμα ζωής, δεν συλλογιζόμαστε παρά πως να αποφύγουμε το θάνατο και όλη μας η ζωή είναι μια λατρεία του θανάτου». Εξάλλου ο θάνατος, σύμφωνα με τον Σπινόζα, δεν είναι τίποτε άλλο από διαφορετική διάταξη της κίνησης και της στατικής κατάστασης που αφορά το σώμα.
Η άποψη του Σπινόζα για την ελευθερία ως γνώση της αναγκαιότητας μας επιτρέπει να συλλάβουμε ότι όλα υπάρχουν ταυτόχρονα σε μια στιγμή και πρέπει να βλέπουμε τα πάντα από την οπτική γωνία της αιωνιότητας, «Sub specie aeternitatis» και της αναγκαιότητας(Ηθική Ι, 8). Άλλωστε η μικρή μας ζωή, όσο βραχύχρονη ή πολύχρονη κι αν είναι, δεν είναι παρά μια ανεπαίσθητη σταγόνα στον ωκεανό του χρόνου και η μοναδική σημασία που έχει είναι αν τη ζήσαμε αυθεντικά, όπως μας ταίριαζε. Η ζωή κινείται μεταξύ ουσίας και πτώσης και το ζητούμενο είναι να βρούμε την ουσία της πριν την πτώση. Κι όπως το έγραψε ο Καρούζος:«Ο κόσμος ειν’ αθάνατος γιατί πολύ πεθαίνει»!
Για τον Γιούνγκ, «ο θάνατος είναι η τελεία που τοποθετείται στο τέλος της πρότασης και δεν ακολουθείται παρά μόνο από αναμνήσεις ή τα αποτελέσματα των πράξεών μας: «Είμαστε τόσο πεπεισμένοι ότι ο θάνατος είναι το τέλος μιας διαδικασίας, ώστε δεν μπορούμε να τη συλλάβουμε σαν αφετηρία και ολοκλήρωση. Η ζωή είναι μια ευεργετική διαδικασία. ‘Οπως και κάθε άλλη ευεργετική διαδικασία, δεν αντιστρέφεται και έτσι κατευθύνεται προς ένα τέρμα. {...}Η ζωή είναι κατ’ εξοχήν τελεολογία. Είναι ο εσωτερικός αγώνας για επίτευξη και ο ζωντανός οργανισμός είναι ένα σύστημα κατευθυνόμενων στόχων που αναζητούν την εκπλήρωσή τους. Ο σκοπός κάθε διαδικασίας είναι το τέλος της. Όλο το ενεργειακό ρεύμα μοιάζει με το δρομέα που αγωνίζεται με μεγάλη προσπάθεια και ολοσχερή κατανάλωση των δυνάμεών του για να φθάσει στο τέρμα. Η ζωή τελειώνει στο θάνατο όπως ένα τροχιοδεικτικό βλήμα που πετάει προς το στόχο του».(Από το βιβλίο «Ψυχολογία και Απόκρυφο» του Κ. Γκ. Γιούνγκ, Εκδ. ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ)
Αν εξετάσουμε λοιπόν το θάνατο σαν εκπλήρωση του νοήματος της ζωής, σαν μια αναγκαιότητα που παίρνει νόημα μέσα από σχέσεις και συναισθήματα, μέσα από την πράξη, τον Λόγο, την επιστήμη και την ποίηση, ίσως παρηγορηθούμε.
Και κυρίως να προσέξουμε για να μη πούμε τα πικρά λόγια του ποιητή:
«Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα».
Αλλά και για να απαντήσουμε στο ανελέητο ερώτημά του «θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;» με τους δικούς του επίσης στίχους:
«Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερὴ την αρματωσιὰ
μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν τις φλέβες όπου βουίζει τὸ αίμα».
22-11-2017