Ο κόλακας κι εμείς

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 30.01.21 ]

    Ο κόλακας είναι δεσμοφύλακας. Αυτό δεν το κατάλαβαν ποτέ όσοι επιθύμησαν να ζήσουν ανάμεσα σε κόλακες τους οποίους και εμπιστεύτηκαν απολύτως. Πολύ περισσότερο δεν το κατάλαβαν όσοι γεννήθηκαν, έζησαν και εκπαιδεύτηκαν από κόλακες.

«Μεγάλος και τρανός, σου λένε», γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα «Ο Ηρακλής κι εμείς» και συνεχίζει: «τέκνο θεού, κι ένα σωρό δασκάλοι από πάνω: / ο γερο-Λίνος ο γιος του Απόλλωνα, ναν του μαθαίνει γράμματα· ο Εύρυτος/ την τέχνη του τοξότη· / ο Εύμολπος, γιος του Φιλάμμωνα,/ τραγούδι και λύρα· / και, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, ο γιος του Ερμή, ο Αρπάλυκος,/ που τα παχιά, τα τρομερά του φρύδια πιάναν το μισό του κούτελο,/ τούμαθε για καλά την τέχνη των Αργείων: - την τρικλοποδιά· - με τούτην/ κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη και στα Γράμματα ακόμα(...)».

Λέει κι άλλα ο Γιάννης Ρίτσος για κείνους που έγιναν αυτό που έγιναν με δικιά τους μόνο θέληση «μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα», αλλά δεν είναι της παρούσης, επίσης και γιατί είναι ένα θέμα που δεν θα καταλάβουν ποτέ όσοι γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και ζουν ανάμεσα σε κόλακες. Οι κόλακες δεν υπάρχουν για να δείχνουν, υπάρχουν για να κρύβουν, χτίζοντας «ανεπαισθήτως» τα πανύψηλα τείχη μιας φυλακής που σε αποκλείει από την πραγματικότητα. Και μαζί, χτίζοντας ένα κόσμο ασυνάρτητο, ακατανόητο και ασυναίρετο. Ένα κόσμο άνοιας που αδυνατεί να εξηγήσει, παρά μόνο ωθεί σε ανεπίγνωστες πράξεις ανεξήγητων προορισμών.

 Ναι. Οι κόλακες είναι οι δεσμοφύλακες μιας ευτυχίας της αλυσίδας. Μιας ασφυκτικής ευτυχίας που στο τέλος οδηγεί σε οδυνηρό πνιγμό. Αυτό δεν το κατάλαβαν ποτέ όσοι θεώρησαν πως η κολακεία είναι φυσική κατάσταση και  η ισότητα αφύσικη. Ότι ο κόσμος είναι μια γραμμική αρίθμηση ποσοτήτων και συμβόλων. Δεν το κατάλαβαν ούτε πάνω στο κάρο που τους οδηγούσε στο ικρίωμα, ή όταν, σπρωγμένοι από τον μεγάλο άνεμο των γεγονότων, κατρακυλούν στο γκρεμό. Αυτό ακριβώς κάνουν οι κόλακες: σε φυλακίζουν μέσα σε ένα ασφυκτικά υπερβολικό εαυτό και την ίδια στιγμή ανοίγουν και στρώνουν τον δρόμο που οδηγεί είτε στον γκρεμό, είτε στο ικρίωμα.

Από τον κόλακα δεν είναι κανείς προστατευμένος. Αυτό ας το έχουμε υπ’ όψη μας όλοι. Κυρίως όσοι νομίζουν πως δεν κινδυνεύουν. Ακριβώς εκεί, στην αμεριμνησία μπροστά στον κίνδυνο, ελοχεύει η κολακεία. Γιατί εκεί επωάζεται η έπαρση: όταν αρχίζεις να παράγεις περισσότερο εαυτό από όσο μπορείς να καταναλώσεις. Τότε είναι που αντηχούν τα ωσαννά των (βρυ)κολάκων. «Τότε», γράφει στα «Στοιχεία ταυτότητος», πάλι ο Γιάννης Ρίτσος, «κατάφτασαν οι κόλακες· με προσκυνούσαν· μου περνούσαν στα δάχτυλα/ λαμπρά δαχτυλίδια. Οι ανίδεοι δεν ξέραν/ πως τα ‘χα φτιάξει εγώ με τ’ άδεια τους φυσίγγια που ‘χαν μείνει στους λόφους (...)».

 Θέλει κουράγιο λοιπόν για να μην σε φυλακίσουν. Θέλει κουράγιο να φτιάχνεις το τραγούδι της πραγματικότητας από τον ήχο των πυροβολισμών και το κόσμημα της ύπαρξης από τα φυσίγγια που σου έχουνε ρίξει οι δεσμοφύλακες. Χωρίς να μετράς, χωρίς να υποκύπτεις.