Ο... ευλογημένος Έλληνας
[ / Ελλάδα / 05.03.17 ]Συνταξιδεύουν. Δένεται. Φοβάται τα αεροπλάνα, της λέει. Δεύτερη φορά που ανεβαίνει σε αεροπλάνο. Η πρώτη πριν από δέκα μήνες. Έφυγε απ’ τη Λειβαδιά για τη Γερμανία. Σε ένα χωριό κοντά στη Βόννη. Ευτυχώς που βρέθηκε αυτός ο ευλογημένος ο Έλληνας, της λέει. Τον πήρε στην πιτσαρία του, δουλεύει 16-18 ώρες. Τον πληρώνει καλά, σαράντα ευρώ τη μέρα. Καθαρά λεφτά. Εκεί τρώει, εκεί και κοιμάται. Στη σοφίτα του. Δεν έχει ρεπό. Ευτυχώς. Τριάντα μέρες επί σαράντα ευρώ, χίλια διακόσια ευρώ. Τυχερός, της λέει, είναι πολύ τυχερός. Αυτά τα λεφτά κανένας δεν τα βγάζει στην Ελλάδα. Και στέλνει και στους δικούς του.
Είχε περάσει στο Οικονομικό της Πάτρας, αλλά πού λεφτά. Βρήκε αυτή τη δουλειά και σώθηκε. Αν είναι ασφαλισμένος; Όχι, δεν είναι. Αν μαθαίνει τη γλώσσα; Όχι, δεν τη χρειάζεται τη γλώσσα. Είναι όλη μέρα στην κουζίνα, αλλά και να ήθελε να τη μάθει, δεν έχει χρόνο. Του λείπει η Ελλάδα, μετά από δέκα μήνες του λείπει πολύ. Να μείνει δύο μήνες, του είπε το αφεντικό, για να βγάλει δίπλωμα, να μπορεί μετά να μοιράζει πίτσες. Ε, τότε σίγουρα, θα τον πληρώνει και καλύτερα, σίγουρα τα σαράντα ευρώ θα γίνουν πενήντα.
Αν χαίρεται η μάνα του; Όχι, δεν ξέρει. Θα της κάνει έκπληξη. Αν νοστάλγησε τα φαγητά της μάνας του; Α, όχι, πιτόγυρα νοστάλγησε.
Αν τον περιμένει κάποιος; Ναι, ο κολλητός του. Πρώτη στάση για πιτόγυρα, μετά θα τραβήξουν για Λειβαδιά.