Ο δρόμος...
[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 22.06.18 ]Χαμηλοτάβανα σπιτάκια, φυτά που αγωνίζονταν για λίγο φως. Ο δρόμος πήχτρα σκόνη το καλοκαίρι, λάσπη το χειμώνα. Γειτονιά των παραμελημένων γυναικών, των ξυπόλυτων παιδιών, των άνεργων αλκοολικών. Σε μια τέτοια γειτονιά μεγάλωσα, παραιτημένη και παρακμιακή. Κι ωστόσο φιλικότερη από τα άψυχα τετράγωνα των προαστίων.
Τα πρωινά αναιμικοί γέροι απολάμβαναν τη λιακάδα απελπισμένα, λες και ήταν η τελευταία τους μέρα πάνω στη γη και περνούσαν το χρόνο τους φιλοσοφώντας, σαν το Διογένη μπροστά στο πιθάρι του. Οι γυναίκες, σκληρές και λεηλατημένες, μανάδες για όλα τα παιδιά του δρόμου. Και τα βράδια ερειπωμένα 17χρονα, με τα μάτια τους να καίνε από λευκή απόγνωση, τριγύριζαν άσκοπα, φαντάσματα της μελλοντικής τους ζωής.
Τα άδεια στομάχια μας τα τάισαν επανάσταση, τα μπούκωσαν με παραισθήσεις. Όλα όσα έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε για να κατευνάσουμε τον πόνο και το φόβο μας.
Κάθε τόσο, με μάτια δακρυσμένα, ξαναγυρνώ εκεί, στο δρόμο της παιδικής μου ηλικίας. Ο δρόμος γέρασε κι αυτός. Θα ‘θελα τα δάκρυά μου να έχουν μαγικές δυνάμεις, όπως στα παραμύθια. Ένα και μόνο μου δάκρυ να στεγνώσει όλες τις πληγές. Το πέρασμα του χρόνου ασήμαντο. Χρόνια ολόκληρα χωνεύονται σε μια εικόνα, μια ματιά, μια πληγή. Κι είμαι δέκα χρονών, είμαι τριάντα, είμαι εκατό.