Ο απέναντι
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 19.11.17 ]Καθόταν ήσυχα-ήσυχα, και έπινε το σαββατιάτικο καφέ του στο συνηθισμένο –εδώ και χρόνια- αγαπημένο πόστο του στην επαρχιακή πόλη.
Δε θα σχολίαζε, εννοείται νοερά, πάνω από κάποια λεπτά, τις φιλενάδες -μιας κάποιας ηλικίας και στυλ- που χαριεντίζονταν μεταξύ τους αλληλοσφαζόμενες αραιά και πού με το βλέμμα. Ας είχαν και το μαλλί «καλαθάκι» τίγκα στη λακ, και το μικρό δάκτυλο ευθεία, καθώς ρουφούσαν το αφέψημα.
Ούτε και το κορίτσι -ανοιξιάτικο- μεσ’ στο καταχείμωνο, που προσπαθούσε να βολέψει -εις μάτην- τους χυμούς της, καθώς σκαρφάλωνε επιτήδεια στο ψηλό σκαμπό, και έπειτα σταύρωσε τις μακριές της γάμπες. Κι ας χρησιμοποιούσε με αυθάδη τρόπο το κινητό της.
Αλλά και η παρέα των μεσήλικων που έπιναν το καπουτσίνο τους, με την ψεύτικη άνεση του μεγαλοεπιχειρηματία, ενώ ήταν γνωστό πως ήταν μικρο-επαγγελματίες, παγερά αδιάφορο άφηνε το μυαλό του.
Ώσπου έκατσε δίπλα του ένα ζευγάρι. Μάλλον μάνα-κόρη, αν έκρινε από την οικειότητα μεταξύ τους. Υπέργηρη η μάνα, και ίσως περήφανη στ’ αυτιά, αν έκρινε από τον ψηλό τόνο της φωνής της και τα διαρκή «τι;» και «πώς;» που φανερά εκνεύριζαν τη μεσήλικη κόρη της. Στη συνέχεια όμως διαπίστωσε το λόγο. Ήταν μάλλον γιατί στην «κουφαμάρα» αυτή, γινόταν χρήση -ας πούμε- χειριστική. Δηλαδή αναλόγως του εκάστοτε προσωπικού της οφέλους.
Αρχικά, δεν πολυμιλούσαν μεταξύ τους κι αυτό δεν θ’ απασχολούσε και τον ίδιο, αν δεν τσιγκλούσε το θέμα η «μάνα».
«Μάλλον ενοχλείσαι που έβγαλες τη μάνα σου βόλτα»
«Ό,τι σού ’ρχεται λες! Απλά είμαι κουρασμένη βρε μαμά»
«Αν είσαι συ κουρασμένη, τότε τι να πω εγώ;»
«Αχ, μην αρχίζεις πάλι! Δεν τολμώ να σου πω κάτι για μένα, γιατί πάντα έχεις κάτι χειρότερο ν αντιπαραθέσεις.»
Είχε κακοπάθει ο ίδιος από εγωπαθή γονιό. Αυτόν ακριβώς που είχε εδραιωμένη την πεποίθηση ότι οι πάντες περιστρέφονται γύρω από το άτομό του. Μια ακόμη επανάληψη δεν του χρειαζόταν. Έστω κι αν αφορούσε κάποιον άλλο. Είχε λίγο πριν, παρατηρήσει το αυτοκίνητο της γυναίκας να αράζει με προσοχή απέναντι, και την ίδια με φροντίδα να κατεβάζει την ηλικιωμένη. Πρόσωπο αποστεωμένο, ρουφηγμένο όχι τόσο από τα χρόνια, όσο από μια αυστηρότητα, σχεδόν μορμονικής προέλευσης. Έκανε τη σκέψη, πως τελικά, ακόμη και οι βαθιές χαραγματιές των πολύχρονων ρυτίδων, ακολουθούν όχι μόνο τα πάθη, αλλά και τα παθήματα του χαραχτήρα. Με το ένα χέρι στηριζόταν στην κόρη. Με το άλλο κρατούσε μια μαγκούρα από κείνες τις τετράποδες που στηρίζουν στέρεα τα γερμένα από τα χρόνια κορμιά.
Από τη συζήτηση κατάλαβε ότι έπρεπε μόλις να έχει αναρρώσει από κάποια μικροεπέμβαση της ηλικίας αυτής. Και είχε «πέσει» -έτσι το ανέφερε η ίδια- στα χέρια της κόρης της. Ωστόσο, για «μέγαιρα, η γυναίκα δίπλα, μάλλον ανεχόταν καλά, τον γεροντικό εγωισμό της μητέρας, που ξεπηδούσε σε κάθε της φράση. Όπου κάθε φράση, είχε να κάνει με το πολύπαθο, πολύτιμο σαρκίο της και την αξία του στη ζωή. Όλα τα υπόλοιπα έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα -ήταν προφανές-. Ως και η κούραση που τόλμησε να δηλώσει κάποια στιγμή η άλλη. Όχι! Κανείς δεν δικαιούταν να πάσχει περισσότερο, να έχει οικονομική δυσπραγία μεγαλύτερη, να είναι πιο δύσμοιρος και αναξιοπαθής από την ίδια. Που όμως όλοι της όφειλαν πολλά. Και η κόρη πάνω απ’ όλους.
Είχε αρχίσει να ενοχλείται μέχρι βαρεμάρας. Ουφ! Άνθρωποι μιας κάποιας ηλικίας, που θα έπρεπε να σημαίνουν αν όχι δύναμη, τουλάχιστον αξιοπρέπεια για τα παιδιά τους. Ακόμη και αν είχαν ταλαιπωρηθεί πολύ στη ζωή, που δεν ήταν εμφανώς η περίπτωση της γερόντισσας δίπλα. Αντίθετα ανέδιδαν αποφορά καθωσπρεπισμού, εγωπάθειας και εντέλει φόβου όχι μόνο για το θάνατο αλλά για τη ζωή την ίδια. Ήθελε να γυρίσει και να πει στην κόρη. «Άδικος κόπος. Αν δεν μπορείς να φύγεις με το σώμα, φύγε με το μυαλό».
Θα έφευγε κι ο ίδιος. Αλλά απέναντι σταμάτησε ένα άλλο αυτοκίνητο. Ένα χαμογελαστό αγόρι, γύρω στα είκοσι κάτι, άνοιξε την πόρτα. Με προσοχή. Γύρισε πλάι του, και ξεφόρτωσε. Αρχικά, ένα κάθισμα. Ύστερα, μια μεγάλη στρογγυλή ρόδα. Τη βίδωσε με επιδέξιες κινήσεις στο κάθισμα. Και τέλος μια άλλη μεγάλη ρόδα. Τη βίδωσε κι αυτή στο άλλο πλάι. Με αργές και σταθερές κινήσεις, τραβήχτηκε ως το άνοιγμα , και ήρθε κι έκατσε στο αμαξίδιο. Ύστερα, έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου.
Καθώς τον έβλεπε να πλησιάζει κυλώντας με τα γεροδεμένα μπράτσα του το όχημά του, χαμογελαστός πάντα, άκουσε την κόρη να απευθύνεται στη μάνα της.
«Κοίτα καλέ μαμά αυτό το παλικάρι! Μπράβο του! Να βλέπεις αυτά και να μην παραπονιέσαι»
«Δεν κοιτάω τους απέναντι εγώ». Την αποσβόλωσε εκείνη. «Κι ύστερα ο καθείς και η μοίρα του».