Ξέχνα

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 29.01.18 ]

 Οσμή παλιού ξύλου ανάμεικτη με φάρμακα. Ένα μπολ με μανταρίνια πάνω στο τραπέζι της κουζίνας έμοιαζε με νεκρή φύση που περίμενε κάποιον να τη ζωγραφίσει. Τα  σεμεδάκια της προίκας της,  στρωμένα παντού και δίπλα της στο κομοδίνο το ρολόι του, ένα από κείνα τα πράγματα που η νοσταλγία τα σώζει απ’ την εξαφάνιση.

Ο πεθαμένος παρατηρούσε από ψηλά τη ζωή της, παγιδευμένος μέσα σε ακριβή κορνίζα. Ανάμεσά τους υπήρχε το είδος του έρωτα που ο κόσμος θεωρούσε ξεπερασμένο. Τώρα την κατοικεί η απουσία. Είναι τρομακτικό όταν τα πράγματα τελειώνουν, τα νιάτα τελειώνουν, η καλή υγεία τελειώνει, η αγάπη τελειώνει. Στο σπίτι κατακάθισε με το χρόνο μια γρανιτένια βαριά σιωπή. Δεν την πείραζε τόσο που ήταν μόνη αλλά που δεν είχε κανέναν να φροντίσει. Μπορούσε να μείνει όλη μέρα στο κρεβάτι και αυτό να μην έχει σημασία για κανέναν.

Οι τοίχοι την πλάκωναν, ρουφούσαν τον αέρα, δε μπορούσε να ανασάνει. Μικροσκοπική στεγνή, τυλιγμένη σε μια αύρα θλιμμένης αξιοπρέπειας, με μάτια σβησμένα, σκοτεινά. Τώρα συμβιώνει με το κενό και την απελπισία των γυμνών ποδιών της. Ένιωθε τον πόνο στα κόκκαλά της, όπως άλλοι νιώθουν το κρύο η την υγρασία.

 Υφαίνει εύθραυστες αναμνήσεις, λεπτές κλωστούλες ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Δεν αντέχει την πολυκοσμία, έμαθε να φτιάχνει μια φυσαλίδα επιβίωσης και να απομονώνεται. Κάθε μέρα κρατιέται στην άκρη μιας σκοτεινής αβύσσου, η μέρα που θα πέσει μέσα θα ‘ναι ευλογία.

Ξέχνα, ξέχνα, αυτή είναι η μόνη γιατρειά, της μιλά  τα βράδια ο πεθαμένος, πρέπει να προχωράει κανείς μπροστά στη ζωή, οι νεκροί θάβονται και με τον καιρό όλα καταλαγιάζουν και μένει μόνο μια αόριστη ανάμνηση. Ξέχνα, η λέξη σκάλωσε στο μυαλό της, σαν κλαδάκι στην άκρη του ποταμού.

Ένα χτύπημα στο παράθυρο την αποσπά από τις σκέψεις της. Ένα  κοτσύφι έπεσε με ορμή πάνω στο τζάμι. Πήρε τρυφερά το πληγωμένο πουλί και το απίθωσε σε μια πετσέτα. Για μέρες το φρόντιζε, ώσπου ξαναβρήκε τη δύναμή του και το άφησε ελεύθερο. Είχε ανακαλύψει την απρόβλεπτη ευφορία της ζωής, ένα λόγο να συνεχίσει να ζει, το δόσιμο.

Κι ενώ η  ζωή ξαναγύριζε στη ζωή της, έξω η πόλη στέναζε κάτω απ το βάρος μιας καταιγίδας που αρνιόταν να ξεσπάσει.