Περνούσαν και δεν σταματούσαν… ναυαγισμένοι και οι ίδιοι μέσα σε ανεπίδοτα αισθήματα που σάπισαν…
μαραγκιασμένες ψυχές… χέρσες… άνυδρες από αγάπη και όνειρα…
σε αχρηστία η δοτική…
δισεκατομμύρια μαύρες τρύπες ο κόσμος… πουθενά φως…
μόνο αναλαμπές σαν σπίθα τσακμακόπετρας την ώρα του θανάτου…
«Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους, μες στη βαθιά τους πολυθρόνα…
πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ ένα κουτάλι του γλυκού... ας είναι ελαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει»*, λέει ο ποιητής.
* (Αργύρης Χιόνης «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη» | Υάκινθος, 1986)