Να τους θυμόμαστε

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 21.04.20 ]

                               

 Να μην ξεχνάμε. Όχι μονάχα στην επέτειο. Ποτέ! Όχι μονάχα γιατί το οφείλουμε σ’ αυτούς. Αλλά και γιατί το οφείλουμε σε μας. Να μην ξεχνάμε αυτούς που «φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι» κι έτσι προχώρησε η ζωή ίσαμε τώρα. Όμως ακόμα έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Γι’ αυτό, κυρίως, να μην τους ξεχνάμε.

Για να θυμόμαστε τον δρόμο που έχουμε μπροστά μας και που είναι ο μόνος δρόμος που μπορούμε να περπατήσουμε. Αλλιώς... άστα να πάνε.

Να μην τους ξεχνάμε λοιπόν, εκείνους που σε κάθε τους βήμα «κέρδιζαν μια οργιά ουρανό για να τον δώσουν», ξεκολλώντας σε κάθε τους βήμα το πόδι από τη λάσπη του καιρού με απίστευτο κόπο. Σωματικό, ψυχικό και νοητικό. Αυτή η μνήμη, λέω, είναι το αλτάρι για να πάρεις κουράγιο και να προσπαθήσεις για μια ζωή που αξίζει να τη ζήσεις.

Ακούω κιόλας τα μουρμουρητά απαξίωσης για κάτι τέτοια «ηρωικά», βλέπω τα μειδιάματα κάτω από την αψίδα του σηκωμένου φρυδιού, κάτω από την οποία παρελαύνουν (και συχνότατα επελαύνουν) όλες οι τακτοποιημένες ψυχές, μέσα στην φρούδα ασφάλεια των ακόμα πιο τακτοποιημένων μυαλών. «Όλα αυτά περάσανε» θα σου πουν. Και δεν θα ξέρουν ακριβώς ποιό είναι «εκείνο» που πέρασε. Επειδή ακριβώς δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό τους το όνειρο. Δηλαδή, η λαχτάρα για το εφικτό αδύνατο. Επειδή όλοι αυτοί δεν έχουν όνειρα, έχουν μονάχα στόχους. Και πατούν επί πτωμάτων για να τους πετύχουν.

Η πορεία τους ακροβατεί πάνω σε διαγράμματα και καμπύλες. Μπλέκεται και ξεμπλέκεται στο μαγνάδι ακατανόητων αριθμών, γραμμένων με αίμα. Ακατανόητων, βέβαια, όχι γιατί δεν μπορούμε να τους καταλάβουμε ως ανήκοντες στο άβατο κάποιας ύπερθεν σοφίας που μόνο οι «εκλεκτοί» και οι «άριστοι» (κάποιας, επίσης, ακατανόητης «αριστείας») μπορούν να καταλάβουν, αλλά γιατί είναι αριθμοί που δεν λογαριάζουν την ανθρώπινη περιπέτεια και το ανθρώπινο γεγονός. Άρα όλοι οι λογαριασμοί τους, όλα τα περίπλοκα μαθηματικά της απανθρωπίας είναι λάθος. Γιατί εδράζονται στο καταγωγικό σφάλμα της απανθρωπίας. Σ’ αυτή την αγριότατη ανοησία που τόσα κορμιά ρίχνει στο Σκάμαντρο «για ένα πουκάμισο αδειανό».

Χωρίς τον Άλλο, όλοι οι αριθμοί είναι καμωμένοι από στάχτη. Την στάχτη των καμένων σωμάτων. Με άλλα λόγια, αριθμοί στους πέντε ανέμους.

Αυτό το ήξεραν βαθιά όλοι εκείνοι που μας κληροδότησαν την ωραιότητα και την ευθύνη να λεγόμαστε άνθρωποι. Όλοι οι χειρώνακτες της ελπίδας που στάθηκαν, «ο καθείς με τα όπλα του», ο Ένας δίπλα στον Άλλο και κράτησαν τον κόσμο όρθιο. Αφανείς και ανώνυμοι που έγραψαν και(αυτό κανένας να μην το ξεχνάει) εξακολουθούν να γράφουν την μεγαλειώδη εποποιία της ανθρωπότητας. Αφανείς και ανώνυμοι, σταγόνες δακρύων στο χάος με τη λόγχη των φρουρών στο πλευρό τους.

Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη και τα βάθη της Ιστορίας.

 Με απέραντη αγάπη, με απέραντη συμπόνια, με απέραντη αγωνία, με απέραντη έκπληξη, με αστείρευτη ικανότητα (και εφευρετικότητα) παρηγορίας και μαζί, μέσα από τις πράξεις τους, με ένα τεράστιο πλούτο γνώσεως που είναι δύναμη και απαντοχή. Αρκεί να μην τους ξεχνάμε.

Να τους φανταζόμαστε, πάει να πει, μέσα στα βάσανα του βίου τους, μέσα στην άδοξη ανέχεια που προκαλούσαν στους ίδιους και στους οικείους τους οι επιλογές τους. Να τους φανταζόμαστε μέσα στις αμφιβολίες τους, στα λάθη τους (το ανώτατο σημείο της γνώσεως), στις νίκες και τις ήττες τους, στο λύγισμά τους, ακόμα και στις προδοσίες τους να τους θυμόμαστε και να προσπαθούμε να τις κατανοήσουμε. Άλλωστε είναι ο μόνος τρόπος για να προλάβουμε τις δικές μας προδοσίες. Όσες προλάβουμε.

Να τους θυμόμαστε, ώστε, μέσα στο μέτρο του καιρού τους, να κατανοήσουμε και το μέτρο του δικού μας καιρού.

Να τους φανταζόμαστε στο μαρτύριο και στη χαρά τους. Να τους «βλέπουμε» τη στιγμή που σφύριζε η σφαίρα του εκτελεστικού αποσπάσματος, αλλά και τις στιγμές που ήταν ολόκληροι (άνδρες και γυναίκες) βουτηγμένοι στον έρωτα. Να συνεδριάζουν κι άλλοτε να χορεύουν. Να προσπαθούν να βρουν την άκρη μέσα στην υψικάμινο του αγώνα που κάποτε λιώνει ακόμα και τη σκιά σου κι άλλοτε να τραγουδούν. Όχι την «Διεθνή», αλλά την «Ραμόνα».

Να τους «κοιτάζουμε» στα μάτια καθώς βηματίζουν στο κελί χρόνια ολόκληρα, καθώς περπατούν στην εξορία, αλλά και σ’ ένα Κυριακάτικο απόγευμα. Να τους φανταζόμαστε χαρούμενους και πικραμένους. Σίγουρους και διαψευσμένους. Οργισμένους, προδομένους, σιωπηλούς, παραιτημένους, αποτραβηγμένους, νενικήσαντες, πολυλογάδες, ξαναμμένους, βιαστικούς, βραδυπορούντες... και τόσα άλλα.

Να τους θυμόμαστε όμως. Όχι μόνο τώρα, για πάντα. Και για πάντα.